Joylessness είναι ουσιαστικό.
/ˈdʒɔɪləsnəs/
Joylessness αναφέρεται στην κατάσταση ή την ποιότητα της απουσίας χαράς ή ευτυχίας. Είναι μια κατάσταση στην οποία κάποιος μπορεί να αισθάνεται θλίψη, απογοήτευση ή μια γενική αίσθηση κενού. Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά σε γραπτό λόγο, καθώς περιγράφει συναισθηματικές καταστάσεις που συχνά αναλύονται σε λογοτεχνικά ή ψυχολογικά κείμενα.
The constant joylessness in his life made him seek new experiences.
Η συνεχής απουσία χαράς στη ζωή του τον έκανε να αναζητά νέες εμπειρίες.
She felt an overwhelming sense of joylessness during the winter months.
Αισθανόταν μια κατακλυσμιαία αίσθηση λυπηρότητας κατά τη διάρκεια των χειμερινών μηνών.
His joylessness was evident in his interactions with others.
Η απουσία χαράς του ήταν προφανής στις αλληλεπιδράσεις του με τους άλλους.
Η λέξη joylessness δεν εμφανίζεται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορεί να ενσωματωθεί σε προτάσεις που εκφράζουν ένα αίσθημα απογοήτευσης ή μελαγχολίας.
Her life was a canvas of joylessness and despair.
Η ζωή της ήταν ένας καμβάς απουσίας χαράς και απελπισίας.
He often spoke of joylessness as a result of societal pressures.
Συχνά μιλούσε για την απουσία χαράς ως αποτέλεσμα των κοινωνικών πιέσεων.
In the midst of joylessness, he found solace in literature.
Μέσα στην απουσία χαράς, βρήκε παρηγοριά στη λογοτεχνία.
Η λέξη joylessness προέρχεται από την αγγλική λέξη "joy" που σημαίνει χαρά, συνδυασμένη με το επίθημα "-lessness," που δείχνει την απουσία ή την έλλειψη κάτι. Έτσι, "joylessness" κυριολεκτικά σημαίνει την έλλειψη της χαράς.