"Jump in" είναι μια φράση που λειτουργεί ως ρήμα.
/ˈdʒʌmp ɪn/
Η φράση "jump in" χρησιμοποιείται για να εκφράσει την πράξη του να εισέλθει κάποιος σε μια κατάσταση ή συζήτηση, συχνά με αυθορμητισμό ή χωρίς δεύτερη σκέψη. Χρησιμοποιείται συχνά στην προφορική επικοινωνία και κάθε φορά που κάποιος θέλει να συμμετάσχει ενεργά σε μια κατάσταση ή συζήτηση. Είναι σχετικά συχνή στην καθημερινή ομιλία.
"Μη διστάσεις να μπαίνεις αν έχεις οποιαδήποτε ερωτήσεις."
"When the conversation starts, I usually jump in with my opinions."
"Όταν ξεκινά η συζήτηση, συνήθως συμμετέχω με τις απόψεις μου."
"He decided to jump in and help with the project."
"Jump in" χρησιμοποιείται επίσης σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα:
(Χρησιμοποιείται για να σηματοδοτήσει την είσοδο σε μια δύσκολη κατάσταση χωρίς προετοιμασία.)
"Don't wait for permission; just jump in!"
(Προτρέπει κάποιον να ενεργήσει χωρίς να περιμένει την έγκριση κάποιου άλλου.)
"He jumped in on the project last minute."
(Σημαίνει ότι κάποιος μπήκε σε μια κατάσταση ή έργο ξαφνικά και χωρίς προγραμματισμό.)
"When the discussion got heated, I chose to jump in."
(Αναφέρεται στην απόφαση κάποιου να συμμετάσχει σε μια έντονη ή συγκρουσιακή συζήτηση.)
"She jumped in with both feet."
Η φράση "jump in" προέρχεται από τη συνδυαστική χρήση του ρήματος "jump" (πηδώ) και της προθέσεως "in" (μέσα). Χρησιμοποιείται για να περιγράψει την είσοδο σε κάτι με ενέργεια ή αυθορμητισμό.
Συνώνυμα: - Dive in (βυθίζομαι, μπαίνω) - Step in (μπαίνω, συμμετέχω)
Αντώνυμα: - Step back (παίρνω απόσταση) - Withdraw (αποσύρομαι)