jump in - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

jump in (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του Λόγου

"Jump in" είναι μια φράση που λειτουργεί ως ρήμα.

Φωνητική Μεταγραφή

/ˈdʒʌmp ɪn/

Επιλογές Μετάφρασης για Ελληνικά

Σημασία και Χρήση

Η φράση "jump in" χρησιμοποιείται για να εκφράσει την πράξη του να εισέλθει κάποιος σε μια κατάσταση ή συζήτηση, συχνά με αυθορμητισμό ή χωρίς δεύτερη σκέψη. Χρησιμοποιείται συχνά στην προφορική επικοινωνία και κάθε φορά που κάποιος θέλει να συμμετάσχει ενεργά σε μια κατάσταση ή συζήτηση. Είναι σχετικά συχνή στην καθημερινή ομιλία.

Παραδειγματικές Προτάσεις

  1. "Feel free to jump in if you have any questions."
  2. "Μη διστάσεις να μπαίνεις αν έχεις οποιαδήποτε ερωτήσεις."

  3. "When the conversation starts, I usually jump in with my opinions."

  4. "Όταν ξεκινά η συζήτηση, συνήθως συμμετέχω με τις απόψεις μου."

  5. "He decided to jump in and help with the project."

  6. "Αποφάσισε να εμπλακεί και να βοηθήσει με το έργο."

Ιδιωματικές Εκφράσεις

"Jump in" χρησιμοποιείται επίσης σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα:

  1. "Jump in at the deep end."
  2. "Μπαίνω σε κάτι δύσκολο από την αρχή."
  3. (Χρησιμοποιείται για να σηματοδοτήσει την είσοδο σε μια δύσκολη κατάσταση χωρίς προετοιμασία.)

  4. "Don't wait for permission; just jump in!"

  5. "Μην περιμένεις άδεια; απλώς μπες μέσα!"
  6. (Προτρέπει κάποιον να ενεργήσει χωρίς να περιμένει την έγκριση κάποιου άλλου.)

  7. "He jumped in on the project last minute."

  8. "Αυτός συμμετείχε στο έργο την τελευταία στιγμή."
  9. (Σημαίνει ότι κάποιος μπήκε σε μια κατάσταση ή έργο ξαφνικά και χωρίς προγραμματισμό.)

  10. "When the discussion got heated, I chose to jump in."

  11. "Όταν η συζήτηση έγινε έντονη, διάλεξα να συμμετάσχω."
  12. (Αναφέρεται στην απόφαση κάποιου να συμμετάσχει σε μια έντονη ή συγκρουσιακή συζήτηση.)

  13. "She jumped in with both feet."

  14. "Αυτή μπήκε μέσα με τα δύο πόδια."
  15. (Σημαίνει ότι κάποιος συμμετέχει πλήρως ή αποφασιστικά σε κάτι.)

Ετυμολογία

Η φράση "jump in" προέρχεται από τη συνδυαστική χρήση του ρήματος "jump" (πηδώ) και της προθέσεως "in" (μέσα). Χρησιμοποιείται για να περιγράψει την είσοδο σε κάτι με ενέργεια ή αυθορμητισμό.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Dive in (βυθίζομαι, μπαίνω) - Step in (μπαίνω, συμμετέχω)

Αντώνυμα: - Step back (παίρνω απόσταση) - Withdraw (αποσύρομαι)



25-07-2024