Ο όρος "jumping jack" είναι ουσιαστικό.
/jʌmpɪŋ dʒæk/
Ο όρος "jumping jack" αναφέρεται σε μια σωματική άσκηση που περιλαμβάνει άλματα με ανοιγμένα τα χέρια και τα πόδια. Η άσκηση είναι κοινή σε προγράμματα γυμναστικής και χρησιμοποιείται για τη βελτίωση της καρδιοαναπνευστικής αντοχής και της κινητικότητας. Χρησιμοποιείται συχνά τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, ιδίως σε περιβάλλοντα που σχετίζονται με τη γυμναστική ή τη φυσική κατάσταση.
Κάνω ένα σετ jumping jacks κάθε πρωί για να ξεκινήσω την προπόνησή μου.
Jumping jacks are a great way to warm up before exercising.
Ο όρος "jumping jack" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο, μπορεί να εμφανιστεί σε περιβάλλοντα που σχετίζονται με την άσκηση και την φυσική κατάσταση. Εδώ είναι μερικές προτάσεις που σχετίζονται με τη γυμναστική:
Μετά από μια μεγάλη βόλτα, μου αρέσει να τελειώνω με μερικά jumping jacks για να χαλαρώσω.
To get my heart rate up, I often incorporate jumping jacks into my routine.
Για να ανεβάσω τους παλμούς της καρδιάς μου, συχνά ενσωματώνω τα jumping jacks στη ρουτίνα μου.
The trainer advised us to do jumping jacks to increase our stamina.
Ο όρος "jumping jack" προέρχεται πιθανώς από τη συνδυασμένη έννοια των λέξεων "jumping" (άλμα) και "jack" (μια κοινή αναφορά για ένα παιχνίδι ή μια απλή κατασκευή) που συνδέεται με τη δραστηριότητα.
Συνώνυμα: - Burpees (παρόμοια άσκηση) - High knees (άσκηση με ύψη γονάτων)
Αντώνυμα: - Sedentary activity (καθιστική δραστηριότητα) - Inactivity (αδράνεια)