Ο όρος "junior partner" είναι φράση και λειτουργεί ως εξατομικευμένο ουσιαστικό.
/jʊn.jər ˈpɑːrtənər/
Ο όρος "junior partner" αναφέρεται σε έναν εταίρο σε μια εταιρεία ή επιχείρηση που έχει λιγότερη εμπειρία ή μερίδιο από άλλους εταίρους, συχνά υπάγεται σε ανώτερες θέσεις ή μέλη της εταιρείας. Συνήθως χρησιμοποιείται σε επαγγελματικά περιβάλλοντα, ιδίως σε εταιρείες νομικών, συμβουλευτικών και επιχειρηματικών υπηρεσιών. Χρησιμοποιείται αρκετά συχνά στον προφορικό λόγο, αλλά είναι επίσης διαδεδομένο γραπτά.
Ο νεότερος εταίρος είναι υπεύθυνος για τη διαχείριση των καθημερινών δραστηριοτήτων της εταιρίας.
As a junior partner, he is eager to learn and grow within the organization.
Ως νεότερος εταίρος, είναι πρόθυμος να μάθει και να εξελιχθεί εντός του οργανισμού.
The decisions are primarily made by the senior partners, while the junior partners support them.
Ο όρος "junior partner" δεν είναι ιδιαίτερα προσαρμόσιμος σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διαφορετικούς συνδυασμούς για να δώσει έμφαση:
Όντας νεότερος εταίρος σημαίνει ότι πρέπει να αποδείξεις τον εαυτό σου στη βιομηχανία.
The junior partner often feels the pressure to meet expectations set by the senior team.
Ο νεότερος εταίρος συχνά αισθάνεται την πίεση να καλύψει τις προσδοκίες που θέτει η ανώτερη ομάδα.
As a junior partner, you must seek mentorship from the more experienced members.
Ο όρος "junior" προέρχεται από τη Λατινική λέξη "iunior", που σημαίνει "νεότερος" και "partner" προέρχεται από τη Γαλλική λέξη "partenaire", που σχετίζεται με τη λέξη "part", που σημαίνει κομμάτι ή μερίδιο.
Συνώνυμα: - νεότερος συνεργάτης - αρχάριος εταίρος
Αντώνυμα: - ανώτερος εταίρος - senior partner (senior εταίρος)