Επίθετο
/ˌdʒʊərɪsˈpruːdənt/
Η λέξη "jurisprudent" αναφέρεται σε κάποιον που είναι έμπειρος ή έχει γνώσεις σχετικά με το δίκαιο και τη νομική επιστήμη. Χρησιμοποιείται κυρίως για να περιγράψει ανθρώπους ή καταστάσεις που εμπλέκονται στη νομική ανάλυση και ερμηνεία. Η λέξη είναι σχετικά λιγότερο κοινή στον προφορικό λόγο και περισσότερο στον γραπτό λόγο, κυρίως σε νομικά και ακαδημαϊκά συμφραζόμενα.
Η νομική ερμηνεία του νόμου μπορεί να οδηγήσει σε πιο δίκαια αποτελέσματα.
He is known as a jurisprudent scholar in the field of constitutional law.
Η λέξη "jurisprudent" δεν είναι ευρέως χρησιμοποιούμενη σε ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε νομικά συμφραζόμενα. Ορισμένες φράσεις που θα μπορούσαν να σχετίζονται περιλαμβάνουν:
Οι κανονιστικές περιορισμοί απαιτούν μια νομική προσέγγιση στα νομικά θέματα.
A jurisprudent mindset is essential for resolving complex legal disputes.
Μια νομική προοπτική είναι απαραίτητη για την επίλυση περίπλοκων νομικών διαφορών.
Being jurisprudent is not just about knowing the law; it’s about applying it wisely.
Η λέξη "jurisprudent" προέρχεται από το λατινικό "juris prudentia", όπου "juris" σημαίνει "δίκαιο" και "prudentia" σημαίνει "σοφία" ή "φρονιμάδα". Αναφέρεται στη σοφία σχετικά με νομικά ζητήματα.
Συνώνυμα: - Νομικός - Δικαστικός - Νομολόγος
Αντώνυμα: - Ανόητος - Μη νομικός - Αγνοών το δίκαιο