Jute είναι ουσιαστικό.
/ʤuːt/
Η λέξη "jute" αναφέρεται σε ένα φυσικό φυτικό ύφασμα που προέρχεται από τις ίνες του φυτού jute. Χρησιμοποιείται ευρέως στη βιομηχανία για την παραγωγή τσαντών, σχοινιών, και άλλων υφασμάτων. Στη γλώσσα των Αγγλικών, το jute χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτό περιβάλλον, αν και οι όροι σχετικοί με την βιομηχανία ίσως να ακούγονται και στον προφορικό λόγο.
The bags made from jute are environmentally friendly.
Οι τσάντες που κατασκευάζονται από τσόχα είναι φιλικές προς το περιβάλλον.
Jute is often used for making ropes and matting.
Η τσόχα χρησιμοποιείται συχνά για την κατασκευή σχοινιών και καλυμμάτων.
Many farmers in Bangladesh cultivate jute for its economic benefits.
Πολλοί αγρότες στο Μπαγκλαντές καλλιεργούν τσόχα για τα οικονομικά οφέλη της.
Η λέξη "jute" δεν χρησιμοποιείται συνήθως σε ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, μπορεί να εμφανίζεται σε φράσεις σχετικές με βιωσιμότητα και πράσινα προϊόντα.
“Go green with jute bags.”
“Προτιμήστε τις τσάντες τσόχας για μια οικολογική επιλογή.”
“Using jute is a step towards sustainability.”
“Η χρήση τσόχας είναι ένα βήμα προς τη βιωσιμότητα.”
“Jute fibers are biodegradable, making them a great choice for packaging.”
“Οι ίνες τσόχας είναι βιοαποδομήσιμες, κάνοντάς τες εξαιρετική επιλογή για συσκευασία.”
Η λέξη "jute" προέρχεται από το βενγκαλική λέξη "juta", που σημαίνει "ίνα" ή "τσόχα". Ο όρος έχει χρησιμοποιηθεί από την εποχή της αποικιοκρατίας.
Συνώνυμα: - Hemp (χάμι) - Sisal (σίσαλ)
Αντώνυμα: Δεν υπάρχουν άμεσα αντώνυμα για τη "τσόχα", αλλά σε κάποια περιθώρια μπορούμε να αναφέρουμε κατασκευασμένα ή συνθετικά υλικά όπως το πολυεστέρα ή το νάιλον.