Το "juxtapose" είναι ρήμα.
/ˌdʒʌkstəˈpoʊz/
Η λέξη "juxtapose" σημαίνει να τοποθετήσεις δύο ή περισσότερα στοιχεία δίπλα-δίπλα, συνήθως για να δείξεις τις διαφορές ή τις ομοιότητες τους. Χρησιμοποιείται συχνά σε αναλυτικά κείμενα, στις τέχνες και τη λογοτεχνία, προκειμένου να ενισχύσει ένα καινοτόμο ή ενδιαφέρον μήνυμα, συγκρίνοντας δύο ή περισσότερες έννοιες.
Χρησιμότητα: Ο όρος χρησιμοποιείται σε όλους τους τύπους γραπτού λόγου και είναι λιγότερο κοινός στον προφορικό. Ωστόσο, μπορεί να συναντηθεί και σε προφορικές συζητήσεις, κυρίως σε ακαδημαϊκά ή επαγγελματικά περιβάλλοντα.
"Ο καλλιτέχνης επέλεξε να παραθέσει φωτεινά και σκούρα χρώματα για να δημιουργήσει ένα δραματικό αποτέλεσμα."
"In her essay, she juxtaposes the cultures of the East and West."
Ο όρος "juxtapose" δεν είναι απαραίτητα μέρος πολλών ιδιωματικών εκφράσεων, χρησιμοποιείται όμως σε τέχνες και αναλύσεις. Ακολουθούν μερικές προτάσεις που περιλαμβάνουν τη λέξη:
"Όταν παραθέτεις αυτές τις δύο εικόνες, οι διαφορές γίνονται εντυπωσιακά σαφείς."
"The film juxtaposes moments of happiness with scenes of betrayal."
"Η ταινία αντεπαραθέτει στιγμές ευτυχίας με σκηνές προδοσίας."
"In literature, authors often juxtapose their characters to highlight their contrasting traits."
Η λέξη "juxtapose" προέρχεται από τη λατινική λέξη "juxta", που σημαίνει "δίπλα", και τη γαλλική λέξη "poser", που σημαίνει "να τοποθετώ". Συνδυάζοντας αυτές τις προελεύσεις, η λέξη αναφέρεται στην πράξη της τοποθέτησης δύο ή περισσότερων στοιχείων δίπλα-δίπλα.
Συνώνυμα: - Compare (συγκρίνω) - Contrast (αντιπαραθέτω) - Position (τοποθετώ)
Αντώνυμα: - Separate (χωρίζω) - Displace (μετακινώ) - Divide (διαιρώ)