Η φράση "known reserves" λειτουργεί ως ονομαστική φράση (noun phrase).
/noʊn rɪˈzɜrvz/
Η φράση "known reserves" αναφέρεται σε φυσικούς πόρους, όπως ορυκτά, πετρέλαιο, ή φυσικό αέριο, που έχουν αναγνωριστεί και ποσοτικοποιηθεί μέσω γεωλογικών και άλλων ερευνών. Στη γλώσσα των επιχειρήσεων και των χρηματοοικονομικών, η έννοια αναφέρεται σε ποσότητες που είναι γνωστές και μπορούν να αξιολογηθούν.
Η χρήση της είναι πιο συχνή σε γραπτό πλαίσιο, όπως στις αναφορές και στη βιβλιογραφία σχετικά με τους φυσικούς πόρους.
Η εταιρεία ανακοίνωσε ότι έχει ανακαλύψει νέα γνωστά αποθέματα πετρελαίου.
Investors are interested in the known reserves of minerals before making their decision.
Οι επενδυτές είναι ενδιαφέροντες για τα γνωστά αποθέματα μετάλλων πριν λάβουν την απόφασή τους.
The sustainability of the project depends on the known reserves of water in the region.
Ενώ η φράση "known reserves" δεν είναι συνήθως μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες καταστάσεις που σχετίζονται με οικονομικούς ή οικολογικούς τομείς:
Τα γνωστά αποθέματα μιας εταιρείας μπορούν να επηρεάσουν σημαντικά την τιμή των μετοχών της.
In discussions about climate change, the known reserves of fossil fuels are a critical topic.
Σε συζητήσεις σχετικά με την κλιματική αλλαγή, τα γνωστά αποθέματα ορυκτών καυσίμων είναι ένα κρίσιμο θέμα.
The increasing demand for energy challenges the management of known reserves.
Η λέξη "known" προέρχεται από το παλιό αγγλικό "cnāwan", που σημαίνει "να ξέρω". Η λέξη "reserves" προέρχεται από τη λατινική λέξη "reservare", που σημαίνει "να κρατώ πίσω, να διατηρώ".