Kooky είναι επίθετο.
/ˈkuː.ki/
Η λέξη kooky αναφέρεται σε ένα άτομο ή πράγμα που είναι παράξενο, ασυνήθιστο ή εκκεντρικό. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει κάτι διασκεδαστικό ή που προκαλεί γέλιο λόγω της περίεργης φύσης του. Συχνά χρησιμοποιείται σε πιο καθημερινές καταστάσεις, δηλαδή στον προφορικό λόγο, αλλά μπορεί να εμφανιστεί και στο γραπτό κείμενο.
Her kooky ideas always bring laughter to the group.
Οι παράξενες ιδέες της πάντα φέρνουν γέλιο στην ομάδα.
I enjoy watching kooky movies that make me think outside the box.
Απολαμβάνω να παρακολουθώ παράξενα ταινίες που με κάνουν να σκέφτομαι έξω από τα συνηθισμένα.
He has a kooky sense of humor that everyone loves.
Έχει ένα παράξενο χιούμορ που το αγαπάει όλος ο κόσμος.
Η λέξη kooky χρησιμοποιείται και σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις:
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που είναι πολύ παράξενος ή εκκεντρικός.
Kooky ideas make the best inventions
Οι παράξενες ιδέες φτιάχνουν τις καλύτερες εφευρέσεις
Υποδηλώνει ότι οι ασυνήθιστες ιδέες μπορεί να οδηγήσουν σε καινοτομία.
In a kooky kind of way
Με έναν παράξενο τρόπο
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι περίεργο, αλλά με μια θετική ή διασκεδαστική διάθεση.
He’s a bit kooky, but that’s what makes him interesting.
Είναι λίγο εκκεντρικός, αλλά αυτό είναι που τον κάνει ενδιαφέρον.
Kooky and cool
Παράξενος και κουλ
Η λέξη kooky προέρχεται από το αργκό της αγγλικής γλώσσας και πιθανότατα σχετίζεται με την λέξη "kooc" που υποδήλωνε μια εκκεντρική ή αστεία συμπεριφορά.
Συνώνυμα: - Quirky - Eccentric - Odd
Αντώνυμα: - Normal - Typical - Conventional