Επίθετο
[ˌleɪbəˈrætɔːriəl]
Η λέξη "laboratorial" αναφέρεται σε κάτι που σχετίζεται με ένα εργαστήριο ή σχετίζεται με τη διαδικασία της πειραματικής ή αναλυτικής εργασίας σε επιστημονικά ή τεχνολογικά πλαίσια. Χρησιμοποιείται συχνά στη γλώσσα που σχετίζεται με τη επιστήμη, τη βιολογία, τη χημεία και άλλες τεχνικές μελέτες.
Όσον αφορά τη χρήση της, χρησιμοποιείται πιο συχνά σε γραπτό πλαίσιο, όπως σε επιστημονικές ανακοινώσεις, άρθρα και αναφορές. Η συχνότητά της είναι πιο περιορισμένη στον προφορικό λόγο.
The laboratorial conditions were carefully controlled for the experiment.
Οι εργαστηριακές συνθήκες ελέγχθηκαν προσεκτικά για το πείραμα.
They conducted a laboratorial analysis of the samples.
Πραγματοποίησαν μια εργαστηριακή ανάλυση των δειγμάτων.
The laboratorial results confirmed the initial hypothesis.
Τα εργαστηριακά αποτελέσματα επιβεβαίωσαν την αρχική υπόθεση.
Η λέξη "laboratorial" δεν είναι σύνηθες να χρησιμοποιείται σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορεί να ενσωματωθεί σε διάφορες επιστημονικές φράσεις.
Laboratorial research offers new insights into complex problems.
Η εργαστηριακή έρευνα προσφέρει νέες γνώσεις σε σύνθετα προβλήματα.
The team set up a laboratorial framework to analyze the data.
Η ομάδα δημιούργησε ένα εργαστηριακό πλαίσιο για να αναλύσει τα δεδομένα.
Laboratorial techniques are essential for accurate results in experiments.
Οι εργαστηριακές τεχνικές είναι απαραίτητες για ακριβή αποτελέσματα στα πειράματα.
The laboratorial setting allowed for better precision in the measurements.
Το εργαστηριακό περιβάλλον επέτρεψε καλύτερη ακρίβεια στις μετρήσεις.
Η λέξη "laboratorial" προέρχεται από τη λατινική λέξη "laboratorium", που σημαίνει "χώρος για εργασία" ή "εργαστήριο". Το πρόθεμα "labor-" συνδέεται με τη λέξη "work" (εργασία).
Συνώνυμα: - εργαστηριακός - επιστημονικός - πειραματικός
Αντώνυμα: - μη εργαστηριακός - φυσικός (σε ορισμένα συμφραζόμενα)