"Labourist" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή του "labourist" σε Διεθνές Φωνητικό Αλφάβητο είναι /ˈleɪ.bər.ɪst/.
Ο όρος "labourist" αναφέρεται συνήθως σε κάποιον που έχει ειδικές γνώσεις ή είναι ειδικός σε θέματα σχετικά με την εργασία και τις εργασιακές συνθήκες. Χρησιμοποιείται συχνά σε πολιτικούς και κοινωνικούς διαλόγους, ειδικά σε χώρες όπου υπάρχει έντονη κουλτούρα εργασίας ή συνδικαλισμού. Ο όρος δεν είναι εξαιρετικά συχνός, αλλά αναγνωρίζεται περισσότερο στο γραπτό παρά στο προφορικό πλαίσιο, ιδιαίτερα σε ακαδημαϊκά ή πολιτικά κείμενα.
"The labourist advocated for workers' rights during the rally."
(Ο εργατικός υποστήριξε τα δικαιώματα των εργαζομένων κατά τη διάρκεια της διαδήλωσης.)
"As a labourist, she has dedicated her career to improving labor conditions."
(Ως εργατικός, έχει αφιερώσει την καριέρα της στη βελτίωση των εργασιακών συνθηκών.)
Ο όρος "labourist" μπορεί να ενσωματωθεί σε διάφορες εκφράσεις που σχετίζονται με την εργασία και τους εργαζόμενους. Εδώ είναι μερικές παραδείγματα:
"Being a true labourist means standing up for the underprivileged."
(Το να είσαι αληθινός εργατικός σημαίνει να υπερασπίζεσαι τους αδικημένους.)
"The labourist movement gained momentum in the late 19th century."
(Το εργατικό κίνημα κέρδισε ορμή στα τέλη του 19ου αιώνα.)
"Many labourist policies have been implemented to protect employee rights."
(Πολλές εργατικές πολιτικές έχουν εφαρμοστεί για να προστατεύσουν τα δικαιώματα των εργαζομένων.)
"A successful labourist campaign can lead to significant reforms."
(Μια επιτυχημένη εργατική εκστρατεία μπορεί να οδηγήσει σε σημαντικές μεταρρυθμίσεις.)
"Labourists often collaborate with unions to promote social justice."
(Οι εργατικοί συνεργάζονται συχνά με τα σωματεία για να προάγουν την κοινωνική δικαιοσύνη.)
Ο όρος "labourist" προέρχεται από τη λέξη "labour", που προέρχεται από τη λατινική λέξη "labor" που σημαίνει εργασία ή κόπος, και το "-ist", ένα αγγλικό επίθημα που χρησιμοποιείται για να δηλώσει κάποιον που ασχολείται με ή έχει ειδικότητα σε έναν συγκεκριμένο τομέα.
Συνώνυμα: - Εργατικός - Ειδικός στην εργασία - Συνδικαλιστής
Αντώνυμα: - Ανέργος - Μη επαγγελματίας - Αδιάφορος προς τα εργασιακά ζητήματα