"lace bark" είναι ένα ουσιαστικό.
/ˈleɪs bɑrk/
Ο όρος "lace bark" αναφέρεται σε συγκεκριμένο τύπο φλοιού που προέρχεται από δέντρα ή θάμνους. Συνήθως χρησιμοποιείται σε βότανα και παραδοσιακά φάρμακα για τις θεραπευτικές του ιδιότητες.
Στην αγγλική γλώσσα, μπορεί να χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτά κείμενα που σχετίζονται με τη βοτανολογία και τη φυσική ιατρική, αλλά μπορεί να εμφανιστεί και σε προφορικές συζητήσεις για το θέμα της φυσικής υγείας. Η συχνότητα χρήσης του δεν είναι πολύ υψηλή συγκριτικά με άλλες πιο κοινές λέξεις.
The herbalist recommended lace bark for its anti-inflammatory properties.
Ο βοτανολόγος συνέστησε φλοιό δαντέλας για τις αντιφλεγμονώδεις ιδιότητές του.
Lace bark is often used in traditional medicine practices.
Ο φλοιός δαντέλας χρησιμοποιείται συχνά σε παραδοσιακές πρακτικές ιατρικής.
Η φράση "lace bark" δεν είναι ευρέως χρησιμοποιούμενη σε λαϊκές ιδιωματικές εκφράσεις, αν και μπορεί να σχετίζεται με συγκεκριμένες πρακτικές ή παραδόσεις.
You can't overlook lace bark's role in traditional remedies.
Δεν μπορείτε να παραβλέψετε τον ρόλο του φλοιού δαντέλας στις παραδοσιακές θεραπείες.
The healing properties of lace bark are well known among herbalists.
Οι θεραπευτικές ιδιότητες του φλοιού δαντέλας είναι ευρέως γνωστές στους βοτανολόγους.
Η λέξη "lace" προέρχεται από τη γαλλική λέξη "lacet" που σημαίνει "νοητό" ή "κέντημα", ενώ η λέξη "bark" προέρχεται από την παλαιά αγγλική λέξη "bearc" που αναφέρεται στο εξωτερικό περίβλημα δέντρων.
Συνώνυμα: - botanical bark - herbal bark
Αντώνυμα: - φυτικά συστατικά (plant parts), δεν υπάρχουν συγκεκριμένα αντώνυμα, καθώς η επιλογή αυτή αναφέρεται σε συγκεκριμένο τύπο φλοιού.