Ο όρος "lageniform" είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή του "lageniform" είναι /ˈleɪ.dʒɪ.nə.fɔrm/.
Η λέξη "lageniform" μπορεί να μεταφραστεί στα Ελληνικά ως "λαγενόμορφος".
Η λέξη "lageniform" προέρχεται από τη γεωλογία και τη βιολογία και αναφέρεται σε μορφές που έχουν σχήμα ή εμφάνιση που μοιάζει με εκείνη του λαγού. Χρησιμοποιείται συνήθως σε τομείς που ασχολούνται με φυσικά ή βιολογικά μορφώματα, όπως η διαμόρφωση εδαφών ή η κατασκευή πλάσματος.
Η λέξη δεν είναι ευρέως χρησιμοποιούμενη και εμφανίζεται κυρίως σε τεχνικά κείμενα. Αν και δεν είναι συχνή στην καθημερινή ομιλία, πιθανώς να χρησιμοποιείται πιο συχνά σε γραπτά πλαίσια που σχετίζονται με γεωλογία ή βιολογία.
Η λαγενόμορφη δομή του ορυκτού εξετάστηκε κάτω από το μικροσκόπιο.
Researchers found lageniform formations in the sedimentary layers.
Οι ερευνητές βρήκαν λαγενόμορφες σχηματισμοί στους ιζηματογενείς ορόφους.
Understanding lageniform shapes can help scientists predict geological changes.
Η λέξη "lageniform" δεν είναι κοινώς χρησιμοποιούμενη σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο, σε περιβάλλοντα με επιστημονικό ή τεχνικό περιεχόμενο, μπορεί να εμφανίζεται με σχετικές φράσεις, όπως:
Τα λαγενόμορφα χαρακτηριστικά του γεωλογικού στρώματος αποκαλύπτουν πολλά για την ιστορία του.
In biology, understanding lageniform traits can provide insights into evolutionary processes.
Στη βιολογία, η κατανόηση των λαγενόμορφων χαρακτηριστικών μπορεί να προσφέρει γνώσεις για τις εξελικτικές διαδικασίες.
Identifying lageniform patterns in sedimentary rocks can help in reconstruction of past environments.
Η λέξη "lageniform" προέρχεται από το λατινικό "lagena", που σημαίνει "μπουκάλι" και το ελληνικό "μορφή", που σημαίνει "σχήμα", υποδεικνύοντας μια μορφή που μοιάζει με αυτή του μπουκαλιού ή που έχει χαρακτηριστικά αντίστοιχα.
Αυτή η ανάλυση έχει ως στόχο να βοηθήσει στην κατανόηση των παραμέτρων της λέξης "lageniform" στον αγγλικό γλωσσικό χώρο.