Ουσιαστικό (noun)
/ləˈmɛleɪ/
Η λέξη "lamellae" αναφέρεται σε λεπτές, επίπεδες φέτες ή δομές που υπάρχουν σε διάφορους τομείς της βιολογίας και της επιστήμης υλικών. Στη βιολογία, χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει λεπτές στρώσεις κυττάρων ή ιστών, ενώ μπορεί επίσης να αναφέρεται σε τηγμένες δομές ή επίπεδες δομές που συνθέτουν υλικά ή οργανισμούς.
Η χρήση της λέξης είναι πιο συχνή σε επιστημονικά κείμενα (γραφτό πλαίσιο) παρά στον προφορικό λόγο, αν και μπορεί να εμφανιστεί σε συζητήσεις σχετικά με τη βιολογία ή τη φυσική.
Οι βράγχοι των ψαριών περιέχουν πολλές λαμέλλες που είναι αποτελεσματικές για την ανταλλαγή αερίων.
In the structure of certain fungi, lamellae serve as essential reproductive structures.
Η λέξη "lamellae" δεν χρησιμοποιείται συνήθως σε ιδιωματικές εκφράσεις, δεδομένου ότι η έννοιά της είναι πολύ συγκεκριμένη. Ωστόσο, μπορεί να αναφερθεί σε μεταφορικές εκφράσεις που σχετίζονται με επίπεδες δομές ή φέτες σε πολλές περιστάσεις.
Οι στρώσεις πληροφορίας, όπως οι λαμέλλες, προσθέτουν βάθος στην κατανόησή μας για το ζήτημα.
Much like the lamellae in gills, the levels of complexity can enhance performance in different environments.
Η λέξη "lamella" προέρχεται από τα λατινικά "lamella", που σημαίνει "λεπτή φέτα" ή "πλάκα". Το λήμμα έχει τις ρίζες του στην ελληνική λέξη "lamina", η οποία έχει παρόμοια σημασία.
Συνώνυμα: - Layer - Film - Plate
Αντώνυμα: - Bulk - Mass - Whole