Lamentation είναι ουσιαστικό.
/læmənˈteɪʃən/
Η λέξη lamentation αναφέρεται στην πράξη του να εκφράσει κανείς τη θλίψη, την πένθιμη διάθεση ή τη λύπη του, συχνά μέσω λόγου ή τραγουδιού. Χρησιμοποιείται συχνά σε θρησκευτικά ή ποιητικά συμφραζόμενα και δηλώνει μια έντονη συναισθηματική αντίδραση απέναντι στην απώλεια ή την απογοήτευση. Η χρήση της είναι πιο συχνή σε γραπτά κείμενα, αν και μπορεί να συναντηθεί και σε προφορικό λόγο, συγκεκριμένα σε λογοτεχνικές ή καλλιτεχνικές συζητήσεις.
Η θρηνωδία της πενθημένης οικογένειας ακούστηκε σε όλο το χωριό.
There is a deep lamentation in the songs of the ancient poets.
Υπάρχει μια βαθιά θρηνωδία στα τραγούδια των αρχαίων ποιητών.
In times of grief, lamentation often brings solace to the heart.
Η λέξη "lamentation" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά συνδέεται με θρησκευτικά ή λογοτεχνικά συμφραζόμενα. Ωστόσο, μπορούμε να δώσουμε μερικές προτάσεις:
Εξέφρασε τη θρηνωδία του για την απώλεια του φίλου του μέσω ποίησης.
Her lamentation was evident in the way she spoke about her missed opportunities.
Η θρηνωδία της ήταν προφανής στον τρόπο που μιλούσε για τις χαμένες ευκαιρίες της.
Lamentation for the fallen heroes can be heard in the national anthem.
Η λέξη lamentation προέρχεται από το μεσαιωνικό γαλλικό "lamentation", που με τη σειρά του έχει τις ρίζες της στο λατινικό "lamentatio(n-)", το οποίο προέρχεται από το ρήμα "lamentari", που σημαίνει "να θρηνεί".
Συνώνυμα: - Mourning (πένθος) - Grief (λύπη) - Sorrow (θλίψη)
Αντώνυμα: - Celebration (γιορτή) - Joy (χαρά) - Happiness (ευτυχία)