Laminated rubber είναι ένα ουσιαστικό σύνθετο.
/ˈlæməneɪtɪd ˈrʌbər/
Laminated rubber αναφέρεται σε καουτσούκ που έχει υποστεί επεξεργασία με την προσθήκη επιπλέον στρωμάτων, που μπορεί να ενισχύσει τις μηχανικές του ιδιότητες ή να προσφέρει προστασία. Χρησιμοποιείται ευρέως σε βιομηχανικές εφαρμογές, όπως σε προηγμένα αθλητικά παπούτσια, μονωτικά υλικά και άλλα προϊόντα όπου απαιτείται ανθεκτικότητα και ευελιξία. Η χρήση του είναι πιο κοινή σε τεχνικά και βιομηχανικά πλαίσια, ενώ είναι λιγότερο συχνή στον προφορικό λόγο.
Τα νέα αθλητικά παπούτσια είναι φτιαγμένα από λαμιναρισμένο καουτσούκ για μεγαλύτερη ανθεκτικότητα.
Laminated rubber is often used in manufacturing safety gear.
Το λαμιναρισμένο καουτσούκ χρησιμοποιείται συχνά στην κατασκευή εξοπλισμού ασφαλείας.
The laminated rubber mat provides excellent insulation during extreme weather conditions.
Το "laminated rubber" σπάνια χρησιμοποιείται σε πολύ γνωστές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά έχει σχετιζόμενες φράσεις που μπορεί να εμφανιστούν πιο τεχνικά ή περιγραφικά:
Η αντοχή του λαμιναρισμένου καουτσούκ το καθιστά ιδανικό για κατασκευαστικά υλικά.
If you want a waterproof surface, laminated rubber is the way to go.
Εάν θέλεις μια αδιάβροχη επιφάνεια, το λαμιναρισμένο καουτσούκ είναι η καλύτερη επιλογή.
Laminated rubber has revolutionized the footwear industry with its flexibility and strength.
Η λέξη "laminated" προέρχεται από το λατινικό "lamina," που σημαίνει "στρώμα," ενώ "rubber" είναι δάνειο από την αγγλική γλώσσα, που προέρχεται από το "rubber tree," το δέντρο που παράγει φυσικό καουτσούκ, και συνδέεται με τις λέξεις "rub" που σημαίνει "τρίβω."
Συνώνυμα: - Composite rubber - Bonded rubber
Αντώνυμα: - Unlaminated rubber - Solid rubber (σε ορισμένα συμφραζόμενα)