Η λέξη "lamppost" αναφέρεται σε μια ψηλή κατασκευή που περιέχει φωτιστικό εξοπλισμό, συνήθως ερευνώντας υπαίθριες περιοχές, δρόμους ή δημόσιους χώρους. Χρησιμοποιείται ευρέως για να ενισχύσει την ορατότητα και την ασφάλεια κατά τη διάρκεια της νύχτας. Στη γλώσσα των Αγγλικών, χρησιμοποιείται αρκετά συχνά σε προφορικό και γραπτό λόγο, ιδίως σε περιγραφές τοποθεσιών ή σε συζητήσεις σχετικά με τον αστικό σχεδιασμό.
Ο φανοστάτης στη γωνία αναβόσβησε χτες το βράδυ.
Children often play near the lamppost in the park.
Η λέξη "lamppost" δεν είναι ιδιαίτερα κοινή σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορεί να εμφανίζεται σε μεταφορικές φράσεις που σχετίζονται με τον φωτισμό ή την καθοδήγηση. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα και οι ελληνικές τους μεταφράσεις:
Είναι δύσκολο να βρεις το δρόμο σου όταν αυτό που βλέπεις είναι μόνο ένας φανοστάτης μέσα στην ομίχλη.
Under the lamppost: Let’s meet under the lamppost to discuss our plans.
Ας συναντηθούμε κάτω από τον φανοστάτη για να συζητήσουμε τα σχέδιά μας.
Guided by the lamppost: She felt guided by the lampposts lining the street.
Η λέξη "lamppost" προέρχεται από τη σύνθεση των λέξεων "lamp" (λάμπα) και "post" (κολόνα). Το "lamp" προέρχεται από την παλαιά γερμανική λέξη "lampara" που σημαίνει φωτιστικό, ενώ το "post" προέρχεται από το λατινικό "posta", που σημαίνει "στήλη" ή "κολόνα".
Αυτές οι πληροφορίες καλύπτουν την έννοια και τη χρήση της λέξης "lamppost", προσφέροντας μια πλήρη αναλυτική εικόνα για τον αναγνώστη.