Το "land surface visibility" είναι φράση που λειτουργεί ως ουσιαστικό.
/ˈlænd ˈsɜrfɪs vɪˈzɪbəlɪti/
Η φράση "land surface visibility" αναφέρεται στην ικανότητα να βλέπουμε ή να αναγνωρίζουμε την επιφάνεια του εδάφους από ένα συγκεκριμένο σημείο, συχνά σχετιζόμενη με κλιματολογικές παρατηρήσεις ή γεωγραφικές αναλύσεις. Χρησιμοποιείται κυρίως σε περιβαλλοντικούς, γεωλογικούς και μετεωρολογικούς τομείς. Η χρήση της είναι πιο συχνή σε γραπτό λόγο, αν και εμφανίζεται και σε προφορικές συζητήσεις ειδικών.
"Η ορατότητα της επιφάνειας του εδάφους κατά τη διάρκεια της καταιγίδας ήταν πολύ χαμηλή."
"Improving land surface visibility is crucial for agricultural monitoring."
"Η βελτίωση της ορατότητας της επιφάνειας του εδάφους είναι κρίσιμη για την παρακολούθηση της γεωργίας."
"Satellite images provide excellent land surface visibility for urban planning."
Η φράση "land surface visibility" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να προσαρμοστεί σε σχετικές εκφράσεις στον τομέα της γεωγραφίας και της μετεωρολογίας.
"Σε ιδανικές συνθήκες, η ορατότητα της επιφάνειας του εδάφους μπορεί να ξεπεράσει τα είκοσι μίλια."
"Meteorologists assess land surface visibility to predict weather patterns."
"Οι μετεωρολόγοι εκτιμούν την ορατότητα της επιφάνειας του εδάφους για να προβλέψουν τα καιρικά φαινόμενα."
"Utilizing drones can enhance land surface visibility for environmental research."
Η φράση "land surface visibility" προέρχεται από τρεις αγγλικές λέξεις: - "land" (έδαφος): προερχόμενο από την αγγλική λέξη "londe" που σημαίνει το κομμάτι της γης. - "surface" (επιφάνεια): από τη λατινική λέξη "superficies" που σημαίνει "πάνω επιφάνεια." - "visibility" (ορατότητα): από τη λατινική ρίζα "visibilis," που σημαίνει "που μπορεί να δει."
Συνώνυμα: - Ground visibility (ορατότητα εδάφους) - Surface observation (παρατήρηση επιφάνειας)
Αντώνυμα: - Obscurity (αορατότητα) - Blindness (τυφλότητα)