Η φράση "land-oriented recreation" είναι ένα ουσιαστικό (noun phrase).
/ˈlænd ˈɔːrɪɛntɪd ˌrɛkrɪˈeɪʃən/
Η "land-oriented recreation" αναφέρεται σε δραστηριότητες αναψυχής που σχετίζονται με τη χρήση και την αξιοποίηση της γης. Αυτό μπορεί να περιλαμβάνει δραστηριότητες όπως πεζοπορία, ποδηλασία βουνού, κατασκήνωση και άλλες υπαίθριες δραστηριότητες που λαμβάνουν χώρα σε φυσικές τοποθεσίες. Η συχνότητα χρήσης της φράσης είναι περισσότερο θετική σε γραπτό λόγο, όπως σε κείμενα που αφορούν φυσικές δραστηριότητες, περιβαλλοντική πολιτική ή κοινωνικοοικονομικές μελέτες. Εντούτοις, μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε προφορικό λόγο μεταξύ ατόμων που συζητούν σχέδια αναψυχής στη φύση.
Anglόλη: "Many people engage in land-oriented recreation to enjoy the great outdoors."
Μετάφραση: "Πολλοί άνθρωποι ασχολούνται με αναψυχή που σχετίζεται με τη γη για να απολαύσουν τη φύση."
Anglόλη: "Land-oriented recreation activities can promote physical health and well-being."
Μετάφραση: "Οι δραστηριότητες αναψυχής που σχετίζονται με τη γη μπορούν να προάγουν τη σωματική υγεία και την ευημερία."
Anglόλη: "Schools often organize land-oriented recreation programs for students."
Μετάφραση: "Τα σχολεία συχνά διοργανώνουν προγράμματα αναψυχής που σχετίζονται με τη γη για τους μαθητές."
Take to land-oriented recreation for a breath of fresh air.
(Αναζητώ αναψυχή που σχετίζεται με τη γη για μια ανάσα φρέσκου αέρα.)
Land-oriented recreation helps break the monotony of urban life.
(Η αναψυχή που σχετίζεται με τη γη βοηθά να σπάσει η μονοτονία της αστικής ζωής.)
They found solace in land-oriented recreation after a stressful week.
(Βρήκαν ανακούφιση στην αναψυχή που σχετίζεται με τη γη μετά από μια αγχωτική εβδομάδα.)
Η λέξη "land" προέρχεται από την παλαιά αγγλική λέξη "lond", που σημαίνει "γη", "έδαφος". Η λέξη "oriented" προέρχεται από το "orient", που σημαίνει "να καθοδηγώ ή να κατευθύνω", και το "recreation" προέρχεται από τη λατινική λέξη "recreatio", που σημαίνει "ανακτάω, ανανεώνω".
Συνώνυμα: - Outdoor activities - Nature-based recreation
Αντώνυμα: - Indoor recreation - Urban leisure activities