Επίθετο
/lændləs/
Η λέξη "landless" αναφέρεται σε κάποιον ή κάτι που δεν έχει γη ή έδαφος. Συνήθως χρησιμοποιείται για να περιγράψει άτομα ή ομάδες που δεν κατέχουν ή δεν έχουν πρόσβαση σε οικονομικούς πόρους σχετικούς με τη γη, όπως οι αγρότες χωρίς ιδιοκτησία γης ή άτομα χωρίς σπίτια.
Χρήση στη γλώσσα Αγγλικά:
Η λέξη χρησιμοποιείται κυρίως σε κοινωνιολογικά ή πολιτικά πλαίσια, αναφερόμενη, για παράδειγμα, σε κοινωνικές ομάδες ή εκστρατείες για δικαιώματα γης.
Συχνότητα χρήσης:
Χρησιμοποιείται πιο συχνά στο γραπτό πλαίσιο, σε ακαδημαϊκά κείμενα ή άρθρα που σχετίζονται με τη γη, την αγροτική οικονομία ή την κοινωνική πολιτική.
Many landless farmers struggle to survive in rural areas.
Πολλοί άκληροι αγρότες αγωνίζονται να επιβιώσουν στις αγροτικές περιοχές.
The landless population has been growing over the past few decades.
Ο πληθυσμός χωρίς γη έχει αυξηθεί τα τελευταία λίγα χρόνια.
Organizations are working to address the issues faced by landless communities.
Οργανώσεις εργάζονται για να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι κοινότητες χωρίς γη.
Η λέξη "landless" μπορεί να μην είναι κοινή σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε ευρύτερες εκφράσεις που αναφέρονται σε κοινωνικά ζητήματα:
"Being landless in a rural economy is like being a fish out of water."
"Το να είσαι άκληρος σε μια αγροτική οικονομία είναι σαν να είσαι ψάρι έξω από το νερό."
"The plight of the landless is often overlooked by policymakers."
"Η κατάσταση των ακληρων συχνά παραβλέπεται από τους πολιτικούς φορείς."
"Landless families are often at the mercy of market fluctuations."
"Οι άκληρες οικογένειες είναι συχνά έρμαια των διακυμάνσεων της αγοράς."
Η λέξη "landless" προέρχεται από την αγγλική λέξη "land" (γη) και το επίθημα "-less" που υποδηλώνει την έλλειψη ή την απουσία του αντικειμένου της λέξης.
Συνώνυμα:
- garetless
- homeless
- unlanded
Αντώνυμα:
- landowning (κατακτητής)
- prosperous (ευημερούσα)
- settled (κατοικημένος)