Ουσιαστικό
/ˈlændˌskeɪpɪŋ/
Το landscaping αναφέρεται στη διαδικασία σχεδιασμού και διαμόρφωσης του εξωτερικού χώρου, συνήθως γύρω από κτίρια ή άλλους χώρους. Χρησιμοποιείται τόσο σε γραπτό όσο και σε προφορικό λόγο, συχνά στον επαγγελματικό τομέα και σε κατασκευαστικά έργα. Πρόκειται για έναν όρο που χρησιμοποιείται συχνά σε αγγλόφωνες χώρες, τόσο σε προφορικές όσο και σε γραπτές επικοινωνίες.
Το landscaping είναι ουσιαστικό, άρα δεν έχει μορφές ρήματος όπως χρησιμοποιούνται σε διάφορους χρόνους.
Το landscaping δε συνηθίζεται σε ιδιωματικές εκφράσεις στην αγγλική γλώσσα.
Το "landscaping" προέρχεται από τη σύνθετη λέξη "landscape", η οποία προέρχεται από τα μέσα του 16ου αιώνα, συνδυάζοντας τα αγγλικά "land" που σημαίνει "χώρα, γη" και "scape" (παλιά αγγλικά "scæppan") που σημαίνει "πλάσμα, δημιουργία".
Συνώνυμα: - Gardening - Horticulture - Landscaping design
Αντώνυμα: - Urbanization - Neglect - Deterioration