landscaping - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

landscaping (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Φωνητική απόδοση

/ˈlændˌskeɪpɪŋ/

Νοήματα και Χρήσεις

Το landscaping αναφέρεται στη διαδικασία σχεδιασμού και διαμόρφωσης του εξωτερικού χώρου, συνήθως γύρω από κτίρια ή άλλους χώρους. Χρησιμοποιείται τόσο σε γραπτό όσο και σε προφορικό λόγο, συχνά στον επαγγελματικό τομέα και σε κατασκευαστικά έργα. Πρόκειται για έναν όρο που χρησιμοποιείται συχνά σε αγγλόφωνες χώρες, τόσο σε προφορικές όσο και σε γραπτές επικοινωνίες.

Μορφές ρήματος

Το landscaping είναι ουσιαστικό, άρα δεν έχει μορφές ρήματος όπως χρησιμοποιούνται σε διάφορους χρόνους.

Παραδείγματα

  1. I hired a professional landscaper to redesign my backyard.
    Προσέλαβα έναν επαγγελματία σχεδιαστή εξωτερικών χώρων για να ανακατασκευάσει τον κήπο μου.
  2. Our company specializes in commercial landscaping projects.
    Η εταιρεία μας εξειδικεύεται σε εμπορικά έργα διαμόρφωσης εξωτερικών χώρων.

Σταθερές Εκφράσεις

Το landscaping δε συνηθίζεται σε ιδιωματικές εκφράσεις στην αγγλική γλώσσα.

Ετυμολογία

Το "landscaping" προέρχεται από τη σύνθετη λέξη "landscape", η οποία προέρχεται από τα μέσα του 16ου αιώνα, συνδυάζοντας τα αγγλικά "land" που σημαίνει "χώρα, γη" και "scape" (παλιά αγγλικά "scæppan") που σημαίνει "πλάσμα, δημιουργία".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Gardening - Horticulture - Landscaping design

Αντώνυμα: - Urbanization - Neglect - Deterioration