language - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

language (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του Λόγου

Φωνητική Μεταγραφή

Επιλογές Μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της Λέξης

Η λέξη "language" αναφέρεται σε ένα συστηματικό σύνολο ήχων, λέξεων και γραμματικών κανόνων που χρησιμοποιούνται για την επικοινωνία. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει τις γλώσσες που μιλιούνται στον κόσμο, καθώς και τα μέσα που χρησιμοποιούνται για την επικοινωνία σε προφορικό ή γραπτό επίπεδο. Η λέξη "language" χρησιμοποιείται συχνά στον προφορικό λόγο και σε διάφορα γραπτά κείμενα.

Παραδειγματικές Προτάσεις

  1. Language is a powerful tool for communication.
    (Η γλώσσα είναι ένα ισχυρό εργαλείο για την επικοινωνία.)

  2. He studied a new language during his travels.
    (Μελέτησε μια νέα γλώσσα κατά τη διάρκεια των ταξιδιών του.)

  3. Learning a language can open many doors.
    (Η εκμάθηση μιας γλώσσας μπορεί να ανοίξει πολλές πόρτες.)

Ιδιωματικές Εκφράσεις

Η λέξη "language" χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις και φράσεις, οι οποίες περιλαμβάνουν:

  1. "Body language speaks louder than words."
    (Η γλώσσα του σώματος μιλάει πιο δυνατά από τις λέξεις.)

  2. "He’s a man of few words but a rich language."
    (Είναι ένας άνθρωπος με λίγες λέξεις αλλά πλούσια γλώσσα.)

  3. "Lost in translation, language can fail."
    (Χαμένος στη μετάφραση, η γλώσσα μπορεί να αποτύχει.)

  4. "Language barriers can hinder communication."
    (Οι γλωσσικές προϋποθέσεις μπορεί να εμποδίσουν την επικοινωνία.)

  5. "The language of love transcends all barriers."
    (Η γλώσσα της αγάπης υπερβαίνει όλα τα εμπόδια.)

Ετυμολογία της Λέξης

Η λέξη "language" προέρχεται από τη λατινική λέξη "lingua", που σημαίνει "γλώσσα". Αυτή η ρίζα σχετίζεται και με άλλες λέξεις που σχετίζονται με γλώσσες και την ομιλία.

Συνώνυμα και Αντώνυμα



25-07-2024