Larcenist είναι ουσιαστικό.
/ˈlɑːrsənɪst/
Η λέξη "larcenist" αναφέρεται σε ένα άτομο που διαπράττει κλοπή ή ληστεία με σκοπό την απόκτηση ξένης περιουσίας χωρίς τη συναίνεση του κατόχου. Χρησιμοποιείται κυρίως σε νομικά και εγκληματολογικά συμφραζόμενα.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι σχετικά χαμηλή στο καθημερινό αγγλικό λεξιλόγιο, και εμφανίζεται περισσότερο σε γραπτό πλαίσιο, όπως νομικά έγγραφα ή εγκληματολογικές αναφορές, παρά στον προφορικό λόγο.
Η αστυνομία συνέλαβε τον ληστή μετά από μια σειρά κλοπών στη γειτονιά.
Many businesses have taken extra security measures to guard against larcenists.
Πολλές επιχειρήσεις έχουν λάβει επιπλέον μέτρα ασφαλείας για να προστατευτούν από τους ληστές.
A professional larcenist often knows how to evade detection.
Η λέξη "larcenist" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές φράσεις. Ωστόσο, στο πλαίσιο της κλοπής και της εγκληματικής δραστηριότητας, υπάρχουν μερικές φράσεις που σχετίζονται:
Πιάστηκε στα πράσα από έναν ληστή.
The larcenist was clever enough to hide his tracks.
Ο ληστής ήταν αρκετά έξυπνος ώστε να κρύψει τα ίχνη του.
The larcenist's tricks are known to the police.
Η λέξη "larcenist" προέρχεται από τη γαλλική λέξη "larcin", που σημαίνει «κλοπή», η οποία έχει τις ρίζες της στη λατινική λέξη "larcina", που σημαίνει «κλέψιμο».
Συνώνυμα: - Thief (κλέφτης) - Robber (ληστής)
Αντώνυμα: - Benefactor (ευεργέτης) - Philanthropist (φιλάνθρωπος)
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα της λέξης "larcenist" και της χρήσης της στην αγγλική γλώσσα.