Επίθετο
/lɑːrʤɪst/
Η λέξη "largest" χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει κάτι που έχει τη μεγαλύτερη μέγεθος ή διάσταση σε σύγκριση με άλλα αντικείμενα ή έννοιες. Είναι υπερθετικός βαθμός του επιθέτου "large" (μεγάλος). Η λέξη χρησιμοποιείται συνήθως σε γραπτές και προφορικές αναφορές για να περιγράψει διαστάσεις, ποσότητες ή άλλες μετρήσεις.
Η συχνότητα χρήσης είναι αρκετά υψηλή, καθώς η λέξη εμφανίζεται συχνά σε διάφορα πλαίσια, είτε προφορικά είτε σε κείμενα.
This is the largest building in the city.
Αυτό είναι το μεγαλύτερο κτίριο στην πόλη.
He owns the largest collection of stamps in the world.
Έχει τη μεγαλύτερη συλλογή γραμματοσήμων στον κόσμο.
The blue whale is the largest animal on the planet.
Η μπλε φάλαινα είναι το μεγαλύτερο ζώο στον πλανήτη.
Η λέξη "largest" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις, όπως:
Largest slice of the pie
Μεγαλύτερο κομμάτι της πίτας
"In the business world, those with the largest slice of the pie often have the most influence."
Στον επιχειρηματικό κόσμο, αυτοί που έχουν το μεγαλύτερο κομμάτι της πίτας συχνά έχουν τη μεγαλύτερη επιρροή.
Largest fish in the pond
Μεγαλύτερο ψάρι στην κολυμβήθρα
"He feels like the largest fish in the pond after his promotion."
Αισθάνεται σαν το μεγαλύτερο ψάρι στην κολυμβήθρα μετά την προαγωγή του.
Largest crowd ever
Μεγαλύτερο πλήθος που έχει υπάρξει ποτέ
"The concert attracted the largest crowd ever seen in the venue."
Η συναυλία προσέλκυσε το μεγαλύτερο πλήθος που έχει παρατηρηθεί ποτέ στον χώρο.
Η λέξη "largest" προέρχεται από τη μέση αγγλική γλώσσα, με ρίζες στη παλαιά αγγλική λέξη "mycel," η οποία σημαίνει "μεγάλος." Η μορφή "largest" προήλθε από τη στήριξη του επιθέτου "large" με την προσθήκη της κατάληξης "-est," που χρησιμοποιείται για να σχηματίσει τον υπερθετικό βαθμό.
Συνώνυμα: - biggest - greatest - hugest
Αντώνυμα: - smallest - least - tiniest