Larvicide είναι ονομαστικό ουσιαστικό.
/ˈlɑːrvɪˌsaɪd/
Larvicide είναι μια χημική ουσία που χρησιμοποιείται για την καταπολέμηση των προνυμφών, συνήθως σε υγρά περιβάλλοντα, για να προληφθεί η ανάπτυξη εντόμων, όπως τα κουνούπια. Η χρήση τους είναι κοινή σε γεωργικούς και δημόσιους χώρους, καθώς βοηθούν στην καταπολέμηση των παρασίτων που μπορεί να μεταδώσουν ασθένειες. Ανάλογα με τη μορφή τους, μπορεί να χρησιμοποιούνται και σε οικιακά περιβάλλοντα.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι υψηλή σε επιστημονικά και περιβαλλοντολογικά κείμενα, ενώ χρησιμοποιείται λιγότερο στον προφορικό λόγο.
Η χρήση του λαρυβκτόνου βοήθησε στη μείωση του πληθυσμού των κουνουπιών στην περιοχή.
Farmers often apply larvicide to protect their crops from insect infestations.
Οι αγρότες συχνά εφαρμόζουν λαρυβκτόνο για να προστατεύσουν τις καλλιέργειές τους από παρασιτικές επιθέσεις.
Government programs regularly distribute larvicide to combat disease-carrying insects.
Η λέξη larvicide δεν έχει πολλές καταγεγραμμένες ιδιωματικές εκφράσεις στον προφορικό ή γραπτό λόγο. Ωστόσο, η αναφορά της συχνά συνδέεται με προγράμματα δημόσιας υγείας και γεωργικής πρακτικής.
Η εφαρμογή μέτρων με λαρυβκτόνο μπορεί να αποτρέψει επιδημίες σε αστικές περιοχές.
The effectiveness of larvicide in controlling insect populations is backed by research.
Η λέξη larvicide προέρχεται από τη λατινική λέξη "larva" που σημαίνει "προνύμφος" ή "μεταμόρφωση" και το ελληνικό "cide" που σημαίνει "να σκοτώνει" ή "να καταστρέφει".
Συνώνυμα: - Insecticide (εντομοκτόνο) - Pesticide (φυτοφάρμακο)
Αντώνυμα: - Habitat enhancer (ενισχυτής βιότοπου) - αναφέρεται σε ουσίες που προάγουν τα οικοσυστήματα αντί να τα καταστρέφουν.