larvicide - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

larvicide (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Larvicide είναι ονομαστικό ουσιαστικό.

Φωνητική μεταγραφή

/ˈlɑːrvɪˌsaɪd/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικά

Σημασία της λέξης

Larvicide είναι μια χημική ουσία που χρησιμοποιείται για την καταπολέμηση των προνυμφών, συνήθως σε υγρά περιβάλλοντα, για να προληφθεί η ανάπτυξη εντόμων, όπως τα κουνούπια. Η χρήση τους είναι κοινή σε γεωργικούς και δημόσιους χώρους, καθώς βοηθούν στην καταπολέμηση των παρασίτων που μπορεί να μεταδώσουν ασθένειες. Ανάλογα με τη μορφή τους, μπορεί να χρησιμοποιούνται και σε οικιακά περιβάλλοντα.

Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι υψηλή σε επιστημονικά και περιβαλλοντολογικά κείμενα, ενώ χρησιμοποιείται λιγότερο στον προφορικό λόγο.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. The use of larvicide helped reduce the mosquito population in the area.
  2. Η χρήση του λαρυβκτόνου βοήθησε στη μείωση του πληθυσμού των κουνουπιών στην περιοχή.

  3. Farmers often apply larvicide to protect their crops from insect infestations.

  4. Οι αγρότες συχνά εφαρμόζουν λαρυβκτόνο για να προστατεύσουν τις καλλιέργειές τους από παρασιτικές επιθέσεις.

  5. Government programs regularly distribute larvicide to combat disease-carrying insects.

  6. Τα κυβερνητικά προγράμματα διανέμουν τακτικά λαρυβκτόνο για να καταπολεμήσουν τα έντομα που μεταφέρουν ασθένειες.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη larvicide δεν έχει πολλές καταγεγραμμένες ιδιωματικές εκφράσεις στον προφορικό ή γραπτό λόγο. Ωστόσο, η αναφορά της συχνά συνδέεται με προγράμματα δημόσιας υγείας και γεωργικής πρακτικής.

  1. Implementing larvicide measures can prevent outbreaks in urban areas.
  2. Η εφαρμογή μέτρων με λαρυβκτόνο μπορεί να αποτρέψει επιδημίες σε αστικές περιοχές.

  3. The effectiveness of larvicide in controlling insect populations is backed by research.

  4. Η αποτελεσματικότητα του λαρυβκτόνου στην καταπολέμηση των πληθυσμών των εντόμων υποστηρίζεται από έρευνες.

Ετυμολογία

Η λέξη larvicide προέρχεται από τη λατινική λέξη "larva" που σημαίνει "προνύμφος" ή "μεταμόρφωση" και το ελληνικό "cide" που σημαίνει "να σκοτώνει" ή "να καταστρέφει".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Insecticide (εντομοκτόνο) - Pesticide (φυτοφάρμακο)

Αντώνυμα: - Habitat enhancer (ενισχυτής βιότοπου) - αναφέρεται σε ουσίες που προάγουν τα οικοσυστήματα αντί να τα καταστρέφουν.



25-07-2024