Lateral passage: Ο όρος αυτός αποτελεί σύνθεση δύο λέξεων. "Lateral" είναι επίθετο και "passage" είναι ουσιαστικό.
Lateral passage: [ˈlætərəl ˈpæsɪdʒ]
Lateral passage αναφέρεται σε μία διάβαση ή πέρασμα που εκτείνεται πλαγίως ή σε πλευρική κατεύθυνση. Χρησιμοποιείται σε διάφορους τομείς όπως η αρχιτεκτονική, η φυσική και η βιολογία για να περιγράψει δρόμους ή διαδρομές που δεν ακολουθούν την κεντρική κατεύθυνση αλλά κινούνται κατά μήκος των πλευρών.
Η φράση "lateral passage" χρησιμοποιείται περισσότερο σε τεχνικά και επιστημονικά κείμενα, και λιγότερο στον καθημερινό προφορικό λόγο.
Η πλαϊνή διάβαση συνδέει τα δύο πτερύγια του κτιρίου.
In our study, we observed a significant lateral passage of water through the soil.
Ενώ η φράση "lateral passage" δεν είναι μέρος διαδεδομένων ιδιωματικών εκφράσεων, συνδέεται συνήθως με τεχνικούς και επιστημονικούς τομείς που περιγράφουν κίνηση ή συνδέσεις σε πλαϊνές κατευθύνσεις. Ωστόσο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε σαφή σχετικά συμφραζόμενα.
Αυτή είναι μια συνοπτική ανάλυση του όρου "lateral passage" με όλες τις απαραίτητες πληροφορίες.