Ο όρος "laterosphenoid bone" είναι ένα ονομαστικό ουσιαστικό.
/lætəroʊsfɪnɔɪd boʊn/
Ο όρος "laterosphenoid bone" αναφέρεται σε ένα συγκεκριμένο οστό στο κρανίο των σπονδυλωτών, το οποίο βρίσκεται κοντά στο σφαινοειδές οστό. Χρησιμοποιείται κυρίως στην ανατομία και την παθολογία. Η συχνότητα χρήσης του είναι περιορισμένη, καθώς χρησιμοποιείται κυρίως σε επιστημονικά και ιατρικά κείμενα. Η χρήση του είναι πιο συνηθισμένη στο γραπτό πλαίσιο παρά στον προφορικό λόγο.
Ο πλευρικός σφαινοειδής οστός βρίσκεται κοντά στο σφαινοειδές οστό στο κρανίο.
Anatomists study the laterosphenoid bone to understand craniofacial development.
Ο όρος "laterosphenoid bone" δεν είναι συχνά μέρος ιδιωματικών εκφράσεων στα Αγγλικά, καθώς είναι εξειδικευμένος όρος και χρησιμοποιείται κυρίως σε ιατρικό και ανατομικό περιβάλλον.
Ο όρος προέρχεται από το συνδυασμό του "latero-", που σημαίνει πλευρικό, και "sphenoid", που προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό "σφαινοειδής", αναφερόμενο στο σφαινοειδές οστό.