Ο όρος "latex tube" αποτελείται από δύο λέξεις: "latex" (όρος) και "tube" (ουσιαστικό).
/ˈleɪtɛks tjuːb/
Ο όρος "latex tube" αναφέρεται σε σωλήνες που κατασκευάζονται από λάτεξ, ένα φυσικό ή συνθετικό ελαστικό υλικό. Αυτοί οι σωλήνες χρησιμοποιούνται σε διάφορες εφαρμογές, όπως σε ιατρικά εργαλεία, κατασκευές, και άλλες βιομηχανικές ή οικιακές χρήσεις. Η συχνότητα χρήσης του όρου είναι μέτρια, με την εμφάνισή του να είναι πιο συχνή σε γραπτά κείμενα που σχετίζονται με το ιατρικό ή τεχνικό πεδίο.
Ο γιατρός χρησιμοποίησε έναν σωλήνα από λάτεξ για να συνδέσει τον ορό.
Latex tubes are commonly found in laboratories for various experiments.
Οι σωλήνες από λάτεξ βρίσκονται συνήθως σε εργαστήρια για διάφορα πειράματα.
We need to order some latex tubes for the project next week.
Ο συγκεκριμένος όρος "latex tube" δεν είναι πολύ συνηθισμένος σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά η χρήση του σε τεχνικά ή ιατρικά συμφραζόμενα μπορεί να προκαλέσει κάποιες σχετικές φράσεις:
"Αυτός σφίγγει τον σωλήνα από λάτεξ για να βγάλει την τελευταία δόση κόλλας."
"During the experiment, we had to make sure the latex tube was airtight."
"Κατά τη διάρκεια του πειράματος, έπρεπε να βεβαιωθούμε ότι ο σωλήνας από λάτεξ ήταν αεροστεγής."
"They replaced the old latex tube with a new one to ensure better performance."
Η λέξη "latex" προέρχεται από το λατινικό "latex", που σημαίνει "υγρό ή ρευστό", και αναφέρεται στο γαλακτώδες υλικό που εξάγεται από κάποιους τύπους φυτών, κυρίως καουτσούκ. Ο όρος "tube" προέρχεται από τη λατινική λέξη "tubus", που σημαίνει "σωλήνας".
Συνώνυμα: - Rubber tube (σωλήνας από καουτσούκ) - Elastomeric tube (ελαστομερής σωλήνας)
Αντώνυμα: - Rigid pipe (άκαμπτος σωλήνας) - Metal tube (μεταλλικός σωλήνας)