Latidentate είναι ουσιαστικό.
/ˌlætaɪˈdɛnteɪt/
Η λέξη latidentate αναφέρεται σε μια κατάσταση όπου ένα μόριο ή μια ένωση έχει περισσότερους από έναν δονητικούς δεσμούς σε μια άκρη, συνήθως χρησιμοποιούμενη σε βιοχημικές και φαρμακευτικές αναφορές.
Είναι σχετικά σπάνια και συνήθως χρησιμοποιείται σε γραπτό πλαίσιο, κυρίως σε ακαδημαϊκά και επιστημονικά έγγραφα. Η συχνότητα χρήσης της είναι περιορισμένη.
Η λατίδεντατε φύση του μορίου ήταν καθοριστική για την αποδοτικότητα προσδοκών.
Researchers discovered a new latidentate compound that exhibited unique properties.
Η λέξη latidentate δεν είναι συνηθισμένη ούτε με συγκεκριμένες ιδιωματικές εκφράσεις. Αν και χρησιμοποιείται κυρίως σε επιστημονικά συμφραζόμενα, μπορεί να ενσωματωθεί σε προτάσεις που σχετίζονται με την επιστήμη και τη βιοχημεία:
Η έννοια των λατίδεντατε αλληλεπιδράσεων είναι κομβική στον σχεδιασμό φαρμάκων.
Understanding latidentate structures may lead to better materials.
Η λέξη προέρχεται από την σύνθεση του λατινικού "latus" που σημαίνει "πλατύς" και του όρου "dentate" που δείχνει την ύπαρξη δοντιών ή αιχμών, δηλώνοντας μια δομή που έχει περισσότερους από έναν σημεία σύνδεσης.
Αυτές οι πληροφορίες συνοψίζουν τη χρήση και τη σημασία της λέξης "latidentate" στο αγγλικό λεξιλόγιο.