"Laughing owl" είναι μία φράση που περιλαμβάνει ένα ουσιαστικό συνδυασμένο με ένα επίθετο. Συγκεκριμένα, "owl" (κουκουβάγια) είναι ουσιαστικό, και "laughing" (γελώντας) είναι συμμετοχικό επίθετο.
/læfɪŋ aʊl/
Η φράση "laughing owl" δεν αναφέρεται σε κάποιο πραγματικό είδος κουκουβάγιας. Στην πραγματικότητα, ενδέχεται να χρησιμοποιείται μεταφορικά ή ως μία μορφή περιγραφής. Ενδέχεται να αναφέρεται στο χαρακτηριστικό ήχο που παράγει κάποια κουκουβάγια ή μπορεί να είναι μέρος μιας ιδιωματικής έκφρασης.
Η φράση δεν είναι πολύ συχνή στην αγγλική γλώσσα και μπορεί να εμφανίζεται περισσότερο σε λογοτεχνικά ή χιουμοριστικά συμφραζόμενα.
Η γελώντας κουκουβάγια μπορεί να ακουστεί τη νύχτα.
I imagined a laughing owl sitting on a tree branch.
Η φράση "laughing owl" μπορεί να μην έχει πολλές συνήθεις ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά εδώ είναι μερικές που περιλαμβάνουν κουκουβάγιες και την έννοια του γέλιου ή της χαράς:
Ποιος γελάει τώρα; (Είναι μια διεκδικητική φράση που χρησιμοποιείται όταν κάποιος έχει την τελευταία λέξη ή αίσθηση νίκης).
"Laughing like an owl under the moonlight."
Η λέξη "owl" προέρχεται από τη μυκηναϊκή ελληνική "búka", που σημαίνει "κουκουβάγια". Το "laugh" προέρχεται από την παλαιοαγγλική λέξη "hlæhhan", που σημαίνει γελώ.
Η φράση "laughing owl" ύψωνε έναν συνδυασμό εικόνων που μπορεί να εντυπωσιάσει ή να αφυπνίσει τη φαντασία, αν και χρησιμοποιείται σπάνια και περισσότερο σε δημιουργικά κείμενα.