"laurocerasin" είναι ένα ουσιαστικό.
/lɔːroʊsəˌrɪn/
Η λέξη "laurocerasin" δεν έχει κοινές ή εδραιωμένες μεταφράσεις στα Ελληνικά και χρησιμοποιείται κυρίως στο επιστημονικό περιβάλλον.
Η "laurocerasin" είναι μια χημική ένωση που μπορεί να εντοπιστεί σε φυτά, κυρίως αυτά της οικογένειας των Lauraceae. Σημαντική στη βιολογία και χημεία, με χρήση σε μελέτες φαρμακολογίας και φυσιολογίας. Η χρήση της μπορεί να είναι κυρίως σε τεχνολογικό ή επιστημονικό πλαίσιο, πιο συχνά γραπτό παρά προφορικό.
Η ερευνητική ομάδα ανακάλυψε μια νέα εφαρμογή για την λουροκερασίνη στη συνθετική βιολογία.
Laurocerasin has been shown to inhibit certain bacterial growth.
Η λουροκερασίνη έχει αποδειχθεί ότι αναστέλλει την ανάπτυξη ορισμένων βακτηρίων.
The study focused on the extraction methods of laurocerasin from plants.
Η "laurocerasin" δεν είναι ευρέως χρησιμοποιούμενη σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο, μπορεί να έχει ρόλο σε εξειδικευμένες επιστημονικές διατυπώσεις.
"Τα πιθανά οφέλη της λουροκερασίνης στις φαρμακευτικές εφαρμογές εξερευνούνται."
"Researchers are excited about the properties of laurocerasin as a natural antimicrobial agent."
"Οι ερευνητές είναι ενθουσιασμένοι για τις ιδιότητες της λουροκερασίνης ως φυσικού αντιμικροβιακού παράγοντα."
"The sustainability of sourcing laurocerasin from plants is a key consideration in its use."
Η λέξη "laurocerasin" προέρχεται από τη λατινική λέξη "laurus" που σημαίνει "δάφνη" και το ελληνικό "keras" που αναφέρεται σε κερί, υποδηλώνοντας τη φυσική προέλευση της ένωσης από φυτά.