Το "lavage" είναι ουσιαστικό.
/ləˈvɑːʒ/
Το "lavage" αναφέρεται σε διαδικασίες πλυσίματος ή καθαρισμού, κυρίως στον ιατρικό τομέα. Χρησιμοποιείται στα αγγλικά για να περιγράψει τις διαδικασίες κατά τις οποίες οι ιατροί καθαρίζουν ή απομακρύνουν υγρά, περιττώματα ή άλλες ουσίες από το σώμα ή από όργανα του σώματος. Χρησιμοποιείται συχνά σε περιβαλλοντικά ή ιατρικά συμφραζόμενα, με υπερβολική χρήση στα γραπτά κείμενα.
Ο γιατρός έκανε πλύση για να καθαρίσει τους πνεύμονες του ασθενούς.
Gastric lavage is performed in cases of poisoning.
Η γαστρική πλύση γίνεται σε περιπτώσεις δηλητηρίασης.
They used lavage techniques to clean the contaminated area.
Η λέξη "lavage" χρησιμοποιείται κυρίως σε κλάδους που σχετίζονται με την ιατρική και δεν έχει πολλές ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, μπορεί να εμφανιστεί σε κάποιες σχετικές φράσεις:
Η γαστρική πλύση είναι απαραίτητη σε περιπτώσεις οξείας υπερβολικής δόσης.
Pulmonary lavage can help remove excess mucus.
Η πνευμονική πλύση μπορεί να βοηθήσει στην απομάκρυνση της υπερβολικής βλέννας.
Regular lavage of the wound promotes healing.
Η λέξη "lavage" προέρχεται από τα γαλλικά, όπου σημαίνει "πλύσιμο", και έχει ρίζες στη λατινική λέξη "lavare", που σημαίνει "να πλένω".
Συνώνυμα: - πλύση - καθαρισμός
Αντώνυμα: - μόλυνση - ρύπανση
Αυτή η λέξη είναι περισσότερη τεχνική, χρησιμοποιούμενη κυρίως σε ιατρικά και επιστημονικά πλαίσια, χωρίς ευρεία χρήση σε καθημερινές συνομιλίες.