Λέξη: lavatory
Μέρος του λόγου: Ουσιαστικό
Διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA): /ˈlævəˌtɔːri/
Ο όρος "lavatory" αναφέρεται σε έναν χώρο ή εγκατάσταση που χρησιμοποιείται για την προσωπική υγιεινή, συνήθως περιλαμβάνοντας τουαλέτα και νιπτήρα. Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά στο γραπτό κείμενο και είναι πιο κοινή στο βρετανικό αγγλικά, ενώ στις Ηνωμένες Πολιτείες, η λέξη "restroom" ή "bathroom" είναι συχνότερη.
Η λέξη "lavatory" χρησιμοποιείται κυρίως σε επίσημα ή δημόσια συμφραζόμενα, όπως σε αεροπορικές πτήσεις, σιδηροδρομικούς σταθμούς ή τουριστικά αξιοθέατα. Είναι λιγότερο κοινή σε καθημερινό και προφορικό λόγο, όπου μπορεί να ακουστεί συχνότερα η λέξη "bathroom."
Η τουαλέτα στο αεροπλάνο ήταν πολύ μικρή.
Please wash your hands after using the lavatory.
Παρακαλώ πλένετε τα χέρια σας μετά τη χρήση της τουαλέτας.
The lavatory facilities in the park are well maintained.
Η λέξη "lavatory" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο υπάρχουν μερικές προτάσεις που την περιλαμβάνουν:
"Πρέπει να βρω μια τουαλέτα πριν συνεχίσουμε το ταξίδι μας."
"After that meal, a visit to the lavatory is mandatory."
"Μετά από αυτό το γεύμα, μια επίσκεψη στην τουαλέτα είναι υποχρεωτική."
"He always complains about the cleanliness of the lavatory."
"Πάντα παραπονιέται για την καθαριότητα της τουαλέτας."
"The lavatory sign was hard to find in the dark."
Η λέξη "lavatory" προέρχεται από τη λατινική λέξη "lavare," που σημαίνει "να πλένω." Χρησιμοποιήθηκε για να αναφερθεί σε χώρους που σχετίζονται με την υγιεινή και το πλύσιμο.
Συνώνυμα: - Toilet - Restroom - Bathroom
Αντώνυμα: - None (δεν έχει ακριβές αντίθετο, δεδομένου ότι οι χώροι αυτοί δεν έχουν αντίθετη έννοια)
Αυτή είναι μια αναλυτική παρουσίαση της λέξης "lavatory" στην αγγλική γλώσσα, μαζί με τη σημασία της, παραδείγματα και σχετικές πληροφορίες.