Η φράση "lay aside" είναι ένα ρήμα phrasal (phrasal verb), δηλαδή ένα ρήμα που συνδυάζεται με μία ή περισσότερες προθέσεις ή επιρρήματα για να σχηματίσει νέα σημασία.
/leɪ əˈsaɪd/
Η φράση "lay aside" σημαίνει να αφήνεις κάτι στην άκρη ή να το παραμερίζεις, συνήθως για να επικεντρωθείς σε κάτι άλλο, ή να αποθηκεύσεις κάτι για μελλοντική χρήση. Χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και μπορεί να παρατηρηθεί μεγαλύτερη συχνότητα στον γραπτό λόγο.
Χρειάζομαι να αφιερώσω λίγο χρόνο για μελέτη αυτήν την εβδομάδα.
She decided to lay aside her differences for the sake of the project.
Αποφάσισε να παραμερίσει τις διαφορές της για χάρη του έργου.
After much thought, he chose to lay aside his fears and pursue his dreams.
Η φράση "lay aside" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, τις οποίες ακολουθούν παραδείγματα:
Είναι σημαντικό να παραμερίσεις οποιεσδήποτε προϋπάρχουσες αντιλήψεις πριν ξεκινήσεις αυτό το έργο.
Many people find it hard to lay aside their ego in discussions.
Πολλοί άνθρωποι βρίσκουν δύσκολο να θέσουν στην άκρη τον εγωισμό τους στις συζητήσεις.
Sometimes we need to lay aside our personal interests for the greater good.
Μερικές φορές πρέπει να παραμερίσουμε τα προσωπικά μας συμφέροντα για το γενικό καλό.
He suggested we lay aside our differences and work together.
Πρότεινε να παραμερίσουμε τις διαφορές μας και να δουλέψουμε μαζί.
In tough times, it's wise to lay aside luxuries and save money.
Η φράση "lay aside" προέρχεται από την παλιά Αγγλική λέξη "lay," που σημαίνει "να τοποθετώ" και την προθέση "aside," που σημαίνει "στην άκρη." Η συνδυαστική χρήση τους σχηματίζει την ιδέα της τοποθέτησης ενός αντικειμένου ή μιας σκέψης στην άκρη.
Συνώνυμα: - put away - set aside - save
Αντώνυμα: - take up - keep - retain