Επίθετο
/lˈɛd.ən/
H λέξη "leaden" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι βαρύ ή μολυβδένιο, αλλά και με μεταφορική έννοια για να περιγράψει συναισθήματα ή καταστάσεις που είναι βαριές, καταθλιπτικές ή δύσκολες. Στη γλώσσα των αγγλικών, η χρήση της είναι πιο συνηθισμένη στο γραπτό πλαίσιο, αν και μπορεί να εμφανίζεται και στον προφορικό λόγο, ειδικά σε ποιητικά ή γραμματικά κείμενα.
Ο ουρανός ήταν μολυβδένιος, αντικατοπτρίζοντας τη διάθεση της πόλης.
His leaden footsteps echoed in the empty hallway.
Τα μολυβδένια βήματά του αντήχησαν στον άδειο διάδρομο.
She spoke in a leaden tone that suggested her lack of enthusiasm.
Η λέξη "leaden" χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις, κυρίως για να περιγράψει βαριές καταστάσεις ή συναισθήματα:
Ένιωσε μια μολυβδένια καρδιά μόλις άκουσε τα κακά νέα.
Leaden hands
Σήκωσε τα μολυβδένια χέρια της από το γραφείο μετά από μια μακρά μέρα δουλειάς.
Leaden silence
Υπήρχε μια μολυβδένια σιωπή στην αίθουσα μετά την ανακοίνωση.
Leaden mood
Η μολυβδένια διάθεση στο γραφείο ήταν αισθητή μετά τις απολύσεις.
Leaden spirit
Η λέξη "leaden" προέρχεται από το αγγλικό "lead," που σημαίνει "μόλυβδος." Το "-en" είναι μια κατάληξη που χρησιμοποιείται για να δείξει ότι κάτι έχει την ποιότητα ή την φύση αυτού του υλικού, δηλαδή είναι "όπως ο μόλυβδος."
Συνώνυμα: - Heavy - Weighty - Opaque (σε μεταφορική έννοια)
Αντώνυμα: - Light - Airy - Buoyant
Αυτές οι πληροφορίες προσφέρουν μια ολοκληρωμένη εικόνα της λέξης "leaden," μαζί με τη σημασία της, τις χρησιμοποιήσεις και τις σχέσεις της με άλλες λέξεις.