Η φράση "leading lady" είναι ουσιαστικό που αναφέρεται σε μια γυναίκα που είναι η κύρια ηθοποιός σε μια θεατρική, κινηματογραφική ή τηλεοπτική παράσταση.
/ˈliːdɪŋ ˈleɪdi/
Η φράση "leading lady" αναφέρεται σε γυναικείο χαρακτήρα που έχει τον κύριο ρόλο σε μια παραγωγή. Η χρήση της είναι συχνή στο πλαίσιο του θεάτρου, του κινηματογράφου και της τηλεόρασης. Συνήθως ενέχει έναν ρόλο κεντρικής σημασίας και καλείται να ερμηνεύσει σημαντικούς ή ηγετικούς ρόλους. Χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτό και προφορικό λόγο στην ψυχαγωγία.
Η κυρία πρωταγωνίστρια κέρδισε ένα βραβείο για την εξαιρετική της ερμηνεία.
In this film, the leading lady faces many challenges.
Σε αυτή την ταινία, η κύρια ηθοποιός αντιμετωπίζει πολλές προκλήσεις.
Auditions for the role of the leading lady were intense.
Η φράση "leading lady" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο υπάρχει χρήση της στην περιγραφή ρόλων και θέσεων σε κοινωνικά και επαγγελματικά περιβάλλοντα.
Είναι η κύρια ηθοποιός της εταιρείας, λαμβάνοντας τις κρίσιμες αποφάσεις.
Every movie needs a leading lady to capture the audience's attention.
Κάθε ταινία χρειάζεται μια κυρία πρωταγωνίστρια για να κλέψει την προσοχή του κοινού.
The leading lady of the play stole the show with her charisma.
Η φράση προέρχεται από την αγγλική γλώσσα, όπου "leading" σημαίνει "ηγετικός, κυρίαρχος" και "lady" σημαίνει "κυρία, γυναίκα". Χρησιμοποιείται από τον 19ο αιώνα για να περιγράψει την κύρια γυναικεία ηθοποιό σε παραστάσεις.
Συνώνυμα: - πρωταγωνίστρια - κεντρικός ρόλος (γυναικείος)
Αντώνυμα: - δευτερεύουσα ηθοποιός - που ανήκει σε βοηθητικό ρόλο