"Leading writer" είναι φράση που λειτουργεί ως ουσιαστικό.
/ˈliːdɪŋ ˈraɪtə/
Η φράση "leading writer" αναφέρεται σε έναν συγγραφέα που ξεχωρίζει στον τομέα του, παράγοντας επιδραστικά, αναγνωρισμένα ή σημαντικά έργα. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί για συγγραφείς που είναι γνωστοί για τη δεξιότητά τους, την επιρροή τους στην ατζέντα ενός τομέα ή την αναγνώρισή τους από το κοινό και την κοινότητα των συγγραφέων. Η φράση χρησιμοποιείται συχνά τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο, αν και περισσότερο σε γραπτές κριτικές και άρθρα.
The leading writer in contemporary fiction has just released a new novel.
Ο κορυφαίος συγγραφέας στη σύγχρονη λογοτεχνία μόλις κυκλοφόρησε ένα νέο μυθιστόρημα.
Many consider her to be the leading writer on environmental issues today.
Πολλοί την θεωρούν κορυφαία συγγραφέα στα περιβαλλοντικά ζητήματα σήμερα.
He is recognized as a leading writer in the field of science fiction.
Αναγνωρίζεται ως κορυφαίος συγγραφέας στο χώρο της επιστημονικής φαντασίας.
Η φράση "leading writer" δεν χρησιμοποιείται άμεσα σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να ενωθεί με άλλες λέξεις για να σχηματίσει φράσεις και ιδέες:
A leading writer in the industry - A leading writer in the industry sets trends that others follow.
Ένας κορυφαίος συγγραφέας στη βιομηχανία καθορίζει τάσεις που ακολουθούν οι άλλοι.
Becoming a leading writer takes years of dedication - Becoming a leading writer takes years of dedication and hard work.
Η αναγνώριση ως κορυφαίος συγγραφέας απαιτεί χρόνια αφοσίωσης και σκληρής δουλειάς.
The leading writer on the subject - The leading writer on the subject often speaks at conferences.
Ο κορυφαίος συγγραφέας στο θέμα συχνά μιλά σε συνέδρια.
Many aspiring writers opt to follow leading writers - Many aspiring writers opt to follow leading writers for guidance and inspiration.
Πολλοί επίδοξοι συγγραφείς επιλέγουν να ακολουθούν κορυφαίους συγγραφείς για καθοδήγηση και έμπνευση.
Η λέξη "leading" προέρχεται από την Αγγλική ρίζα "lead", που σημαίνει "ηγή" ή "καθοδηγώ", και υποδηλώνει προεξέχουσα θέση ή ρόλο. Η λέξη "writer" προέρχεται από την Παλαιά Αγγλική "writere", που σημαίνει "αυτός που γράφει".
Συνώνυμα: - Prominent author - Influential writer - Foremost author
Αντώνυμα: - Unknown writer - Obscure author - Anonymous writer