Το "leakage test" είναι φράση που λειτουργεί ως ουσιαστικό.
/ˈliːkɪdʒ tɛst/
Η φράση "leakage test" αναφέρεται σε μια διαδικασία δοκιμής που οραματίζεται να ελέγξει εάν υπάρχουν διαρροές σε ένα σύστημα, όπως σε σωληνώσεις, υδραυλικά ή ακόμα και ηλεκτρονικές συσκευές. Χρησιμοποιείται συχνά στα πλαίσια της μηχανικής, των υδάτων ή των ιατρικών συσκευών.
Η φράση χρησιμοποιείται συχνά στην τεχνική και βιομηχανική γλώσσα, συμπεριλαμβανομένων των τομέων της μηχανικής, της κατασκευής και της ιατρικής. Είναι πιο συνήθως γραπτή, αν και μπορεί να χρησιμοποιηθεί και στον προφορικό λόγο.
Ο τεχνικός εκτέλεσε μια δοκιμή διαρροής στους σωλήνες νερού.
After the installation, a leakage test must be conducted to ensure safety.
Μετά την εγκατάσταση, πρέπει να διεξαχθεί μια δοκιμή διαρροής για να διασφαλιστεί η ασφάλεια.
The leakage test indicated that there were no leaks in the system.
Η φράση "leakage test" δεν είναι ευρέως χρησιμοποιούμενη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά η έννοια της διαρροής σχετίζεται με κάποιες κοινές φράσεις.
"Γίνεται μια δοκιμή διαρροής; Πρέπει να κρατήσουμε τα πάντα στεγνά."
"Don't forget to schedule a leakage test before the final inspection."
"Μην ξεχάσεις να προγραμματίσεις μια δοκιμή διαρροής πριν από την τελική επιθεώρηση."
"A successful leakage test means the project can proceed to the next stage."
Η λέξη "leakage" προέρχεται από τη λέξη "leak", η οποία προέρχεται από την παλιά αγγλική λέξη "leccan", που σημαίνει "να διαρρεύσει". Το "test" προέρχεται από τη λατινική λέξη "testari", που σημαίνει "να μαρτυρήσει ή να αποδείξει".
Συνώνυμα: - Leak test (δοκιμή διαρροής) - Seepage test (δοκιμή διαρροής)
Αντώνυμα: - Sealing test (δοκιμή σφράγισης) - Integrity test (δοκιμή ακεραιότητας)