Leaker: ουσιαστικό
/ˈliːkər/
Η λέξη "leaker" αναφέρεται σε ένα άτομο ή μια πηγή που αποκαλύπτει ή διαρρέει πληροφορίες, συνήθως χωρίς την έγκριση αυτού που τις έχει. Η χρήση της είναι συχνή σε πολιτικά, επιχειρηματικά ή κοινωνικά πλαίσια όπου η διαρροή πληροφοριών θεωρείται σημαντική, όπως η διαρροή εγγράφων ή η αποκάλυψη μυστικών. Στον προφορικό λόγο χρησιμοποιείται ελαφρώς περισσότερο, αλλά είναι επίσης κοινή σε γραπτό λόγο.
The leaker revealed confidential documents to the press.
Ο διαρροέας αποκάλυψε εμπιστευτικά έγγραφα στον Τύπο.
Many consider the leaker a hero for exposing corruption.
Πολλοί θεωρούν τον διαρροέα ήρωα για την αποκάλυψη της διαφθοράς.
They are trying to find the leaker within the organization.
Προσπαθούν να βρουν τον διαρροέα μέσα στην οργάνωση.
Η λέξη "leaker" χρησιμοποιείται επίσης σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με τη διαρροή πληροφοριών.
"A whistleblower is often seen as a leaker."
Ένας καταγγέλλων συχνά θεωρείται διαρροέας.
"The company is taking steps to identify the leaker among its employees."
Η εταιρεία λαμβάνει μέτρα για να εντοπίσει τον διαρροέα ανάμεσα στους υπαλλήλους της.
"Leaks from leakers can sometimes bring about necessary reforms."
Οι διαρροές από διαρροείς μπορούν μερικές φορές να φέρουν αναγκαίες μεταρρυθμίσεις.
"Caution is advised when communicating with potential leakers."
Συνιστάται προσοχή κατά την επικοινωνία με πιθανούς διαρροείς.
"Leakers play a crucial role in revealing truths that may be hidden."
Οι διαρροείς παίζουν έναν κρίσιμο ρόλο στην αποκάλυψη αληθειών που μπορεί να είναι κρυμμένες.
Η λέξη "leaker" προέρχεται από το ρήμα "leak," που σημαίνει "διαρρέω," με την προσθήκη της κατάληξης "-er," που υποδηλώνει άτομο που εκτελεί τη δράση.
Συνώνυμα: - Discloser (αποκαλυπτικός) - Informer (ενημερωτής)
Αντώνυμα: - Keeper (φύλακας) - Concealer (αποκρυπτικός)