Το "learning set" είναι μια φράση που λειτουργεί ως ουσιαστικό.
/ˈlɜrnɪŋ sɛt/
Το "learning set" αναφέρεται σε μια συλλογή δεδομένων ή παραδείγματα που χρησιμοποιούνται για την εκπαίδευση ενός αλγορίθμου μηχανικής μάθησης. Αποτελεί το σύνολο πληροφοριών που παρέχεται σε ένα σύστημα ώστε να βελτιώσει την ικανότητά του να λαμβάνει αποφάσεις ή να αναγνωρίζει πρότυπα. Χρησιμοποιείται κυρίως στο περιβάλλον της τεχνολογίας και της εκπαίδευσης μηχανών. Η χρήση του είναι συχνή στο γραπτό λόγο, κυρίως σε επιστημονικές και τεχνικές δημοσιεύσεις.
Ο αλγόριθμος εκπαιδεύτηκε χρησιμοποιώντας ένα μεγάλο σύνολο μάθησης.
To improve accuracy, the researchers expanded their learning set.
Το "learning set" δεν είναι συχνά μέρος ιδιωματικών εκφράσεων στον καθημερινό λόγο. Ωστόσο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε επαγγελματικά και τεχνικά πλαίσια, κυρίως γύρω από την μηχανική μάθηση. Εδώ είναι μερικές φράσεις που σχετίζονται με το "learning set":
Το σύνολο μάθησης είναι κρίσιμο για την επικύρωση του μοντέλου.
A diversified learning set can lead to better predictions.
Ένα διαφοροποιημένο σύνολο μάθησης μπορεί να οδηγήσει σε καλύτερες προβλέψεις.
Updating the learning set regularly improves system performance.
Η φράση "learning set" προέρχεται από τη λέξη "learning" (μάθηση), που είναι μορφή του ρήματος "learn" (μαθαίνω), και το ουσιαστικό "set" (σύνολο), που αναφέρεται σε μια ομάδα ή συλλογή αντικειμένων.
Αυτή είναι η ανάλυση για το "learning set". Αν έχετε περαιτέρω ερωτήσεις ή χρειάζεστε περισσότερες πληροφορίες, μη διστάσετε να ρωτήσετε!