lease - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

lease (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Φωνητική μεταγραφή

/liːs/

Σημασίες

  1. Η ενοικίαση ή η χρήση κάποιας περιουσίας εναντίον πληρωμής.
  2. Συμβόλαιο που ρυθμίζει την προαναφερόμενη ενοικίαση ή χρήση.

Συχνά χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.

Παραδείγματα

  1. She signed a lease for the apartment in the city center.
    Υπέγραψε ένα ενοίκιο για το διαμέρισμα στο κέντρο της πόλης.

  2. The company agreed to a long-term lease for the office space.
    Η εταιρεία συμφώνησε σε ένα μακροχρόνιο ενοίκιο για τον χώρο γραφείων.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Το "lease" δε συμπεριλαμβάνεται σε συχνές ιδιωματικές εκφράσεις.

Ετυμολογία

Από τη μέση αγγλική λέξη lese, που σημαίνει "νοικάζω", "χρησιμοποιώ".

Συνώνυμα και Αντίθετα

Συνώνυμα: contract, rental, agreement
Αντίθετα: own, buy, purchase