Ουσιαστικό
/liːs/
Συχνά χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
She signed a lease for the apartment in the city center.
Υπέγραψε ένα ενοίκιο για το διαμέρισμα στο κέντρο της πόλης.
The company agreed to a long-term lease for the office space.
Η εταιρεία συμφώνησε σε ένα μακροχρόνιο ενοίκιο για τον χώρο γραφείων.
Το "lease" δε συμπεριλαμβάνεται σε συχνές ιδιωματικές εκφράσεις.
Από τη μέση αγγλική λέξη lese, που σημαίνει "νοικάζω", "χρησιμοποιώ".
Συνώνυμα: contract, rental, agreement
Αντίθετα: own, buy, purchase