Leave-taking είναι ένα ουσιαστικό.
[ˈliːv ˈteɪkɪŋ]
Ο όρος leave-taking αναφέρεται στη διαδικασία του αποχαιρετισμού ή της αποχώρησης από κάποιον ή κάπου. Χρησιμοποιείται σε κοινωνικά ή συναισθηματικά πλαίσια όπου οι άνθρωποι εκφράζουν την αποδοχή της απομάκρυνσης τους, είτε πρόκειται για συντομότερες είτε για μεγαλύτερες αναχωρήσεις.
Η λέξη χρησιμοποιείται σε προφορικό και γραπτό λόγο, αλλά είναι πιο συχνά συναντώμενη σε γραπτά κείμενα, όπως σε λογοτεχνικά έργα ή επίσημες ανακοινώσεις.
Ο αποχαιρετισμός του ήταν γεμάτος συναίσθημα, καθώς ήξερε ότι ίσως να μην επιστρέψει.
The leave-taking at the airport was bittersweet for the family.
Ο αποχαιρετισμός στο αεροδρόμιο ήταν πικρός και γλυκός για την οικογένεια.
Cultural rituals often shape the nature of leave-taking in different societies.
Η φράση "leave-taking" μπορεί να μην χρησιμοποιείται συνήθως σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά υπάρχουν μερικές εκφράσεις που σχετίζονται με τον αποχαιρετισμό:
"Κάνω μια καθαρή ρήξη" υποδηλώνει έναν αποφασιστικό αποχαιρετισμό από μια κατάσταση.
"Say your goodbyes" is often used before a leave-taking.
"Πες τα αντίο σου" χρησιμοποιείται συχνά πριν από έναν αποχαιρετισμό.
"Parting is such sweet sorrow" reflects the mixed feelings involved in leave-taking.
Ο όρος leave-taking έχει τις ρίζες του στην αγγλική γλώσσα, με "leave" που σημαίνει "φεύγω" και "taking" που προέρχεται από τη διαδικασία του "παίρνω" ή "λαμβάνω". Αυτή η σύνθεση δημιουργεί μια λέξη που αναφέρεται στο ‘παίρνω την απόφαση να φύγω’.