Η φράση "ledger bait" δεν είναι κοινώς αναγνωρίσιμη, αλλά οι λέξεις "ledger" και "bait" μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε αρκετά συμφραζόμενα.
- Ledger αναφέρεται σε ένα λογιστικό βιβλίο ή αρχείο καταγραφής πληροφοριών.
- Bait συνήθως αναφέρεται σε κάτι που χρησιμοποιείται για να προσελκύσει ή να δελεάσει, όπως η δόλωση για ψάρεμα ή η παγίδα για ζώα.
Η χρήση της φράσης μπορεί να είναι σπάνια και πιθανόν να παρατηρείται περισσότερο σε γραπτό λόγο.
Παραδειγματικές προτάσεις
The accountant carefully updated the ledger bait for the audit.
Ο λογιστής ενημέρωσε προσεκτικά το λογιστικό βιβλίο για την επιθεώρηση.
She couldn't find the ledger bait that she had used last year.
Δεν μπορούσε να βρει το λογιστικό βιβλίο που είχε χρησιμοποιήσει πέρυσι.
Ιδιωματικές Εκφράσεις
Η φράση "ledger bait" δεν είναι κοινή σε ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, οι λέξεις "ledger" και "bait" μπορούν να συνδυαστούν με άλλες λέξεις για διαφορετικά νοήματα:
Ιδιωματικές εκφράσεις με "ledger"
"Balance the ledger" – Να ισοσταθμίσεις το λογιστικό βιβλίο.
It's essential to balance the ledger before the end of the month.
Είναι απαραίτητο να ισοσταθμίσετε το λογιστικό βιβλίο πριν το τέλος του μήνα.
"Keep a ledger of expenses" – Να κρατάς λογιστικό βιβλίο εξόδων.
Many people find it helpful to keep a ledger of expenses each month.
Πολλοί άνθρωποι το βρίσκουν χρήσιμο να κρατούν ένα λογιστικό βιβλίο εξόδων κάθε μήνα.
Ιδιωματικές εκφράσεις με "bait"
"Take the bait" – Να πάρεις το δόλωμα.
She knew it was a trap but decided to take the bait anyway.
Ήξερε ότι ήταν παγίδα, αλλά αποφάσισε να πάρει το δόλωμα ούτως ή άλλως.
"Bait and switch" – Δόλωμα και εναλλαγή.
The advertisement used a bait and switch tactic to lure customers.
Η διαφήμιση χρησιμοποίησε τακτική δόλωμα και εναλλαγή για να προσελκύσει πελάτες.
Ετυμολογία
Ledger: προέρχεται από την παλαιοαγγλική λέξη "legr" που σημαίνει "κλάσμα" ή "βιβλίο".
Bait: προέρχεται από την παλαιοαγγλική λέξη "bætan", που σημαίνει "να επιταχύνω" ή "να βελτιώσω".