Ο όρος "lee shore" είναι ουσιαστικό.
/ˈliː ʃɔːr/
Η φράση "lee shore" αναφέρεται σε μια ακτή ή περιοχή του βυθού που είναι προστατευμένη από τον άνεμο και τα κύματα, συνήθως από μια νησιωτική γραμμή ή βουνό. Το "lee" προέρχεται από τον όρο "leeward", που σημαίνει την πλευρά που είναι προστατευμένη από τον άνεμο. Η χρήση του όρου "lee shore" είναι πιο συνηθισμένη σε ναυτικές και θαλάσσιες συζητήσεις. Χρησιμοποιείται κυρίως στα γραπτά κείμενα, καθώς σχετίζεται με ναυτικές πρακτικές και όρους.
Το σκάφος ήταν ασφαλώς αγκυροβολημένο στην απαλή ακτή κατά τη διάρκεια της καταιγίδας.
Sailors prefer to approach the lee shore when the winds are strong.
Η φράση "lee shore" δεν είναι συχνά μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά μπορεί να συναντάμε συχνά την έννοια της προστασίας και της ασφάλειας στην ναυσιπλοΐα.
Η παραμονή κοντά στην απαλή ακτή μπορεί να βοηθήσει τους ναυτικούς να αποφύγουν επικίνδυνα κύματα.
The captain decided to steer the ship to the lee shore for safety.
Ο όρος "lee" προέρχεται από το παλαιότερο γερμανικό "līwa", που σημαίνει "προστασία". Ο όρος "shore" προέρχεται από τη Σκανδιναβική γλώσσα και σημαίνει "ακτή" ή "παραλία".
"calm shore" (ήσυχη ακτή)
Αντώνυμα: