legal claim - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

legal claim (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Φωνητική μεταγραφή

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η φράση "legal claim" αναφέρεται σε μια αξίωση που έχει νομική βάση, συνήθως σε πλαίσιο δικαστικών διαδικασιών. Ουσιαστικά, είναι η δήλωση ενός ατόμου ότι έχει δικαιώματα ή ότι οφείλεται αποζημίωση, και ότι πρόκειται να τα διεκδικήσει μέσω του νόμου. Χρησιμοποιείται κυρίως σε νομικά κείμενα και διαδικασίες, και η συχνότητά της είναι υψηλότερη σε γραπτό λόγο, ειδικά σε νομικά έγγραφα και αναφορές.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. The company filed a legal claim against its former employee.
    Η εταιρεία κατέθεσε νομική αξίωση κατά του πρώην υπαλλήλου της.

  2. It's important to understand your legal claim before proceeding with the lawsuit.
    Είναι σημαντικό να κατανοήσετε την νομική σας αξίωση πριν προχωρήσετε με την αγωγή.

  3. He sought legal advice regarding his legal claim for damages.
    Ζήτησε νομική συμβουλή σχετικά με την νομική του αξίωση για αποζημιώσεις.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η φράση "legal claim" δεν είναι πολύ συχνή σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο συνδέεται με διάφορες νομικές φράσεις και έννοιες. Ακολουθούν μερικές σχετικές προτάσεις:

  1. To file a legal claim: He decided to file a legal claim for breach of contract.
    Αποφάσισε να καταθέσει νομική αξίωση για παραβίαση συμβολαίου.

  2. Legal claim for damages: She submitted a legal claim for damages due to the accident.
    Κατέθεσε νομική αξίωση για αποζημιώσεις λόγω του ατυχήματος.

  3. Legal claim process: The legal claim process can be complicated and time-consuming.
    Η διαδικασία νομικής αξίωσης μπορεί να είναι περίπλοκη και χρονοβόρα.

  4. Rejection of legal claim: The court issued a rejection of the legal claim due to lack of evidence.
    Το δικαστήριο εξέδωσε απόρριψη της νομικής αξίωσης λόγω έλλειψης αποδείξεων.

Ετυμολογία της λέξης

Συνώνυμα και Αντώνυμα



25-07-2024