Legal language: Ουσιαστικό (noun)
/ˈliːɡəl ˈlæŋɡwɪdʒ/
Η "νομική γλώσσα" αναφέρεται στο σύνολο των όρων, εκφράσεων και δομών που χρησιμοποιούνται στην νομική φιλοσοφία και πρακτική. Είναι χαρακτηριστική για τα έγγραφα, τις συμβάσεις και τα νομικά κείμενα που απαιτούνται στον νομικό τομέα. Η χρήση της είναι συχνά πιο χαρακτηριστική σε γραπτά κείμενα παρά στην καθημερινή ομιλία, καθώς χρησιμοποιείται κυρίως για τη σύνταξη και τη κατανόηση νομικών κειμένων.
Το δικαστήριο απαιτεί όλα τα έντυπα να είναι γραμμένα σε νομική γλώσσα.
Understanding legal language can be difficult for the average person.
Η κατανόηση της νομικής γλώσσας μπορεί να είναι δύσκολη για τον μέσο άνθρωπο.
Lawyers often use legal language to draft contracts.
Η νομική γλώσσα χρησιμοποιείται και σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις και φράσεις μέσα στα νομικά πλαίσια:
Στη νομική γλώσσα, μια ρήτρα είναι μια συγκεκριμένη διάταξη σε μια σύμβαση.
The legal language in this document is binding.
Η νομική γλώσσα σε αυτό το έγγραφο είναι δεσμευτική.
Many people find legal language to be unnecessarily complex.
Πολλοί άνθρωποι θεωρούν τη νομική γλώσσα περιττά πολύπλοκη.
When in doubt, consult a professional fluent in legal language.
Όταν έχετε αμφιβολίες, συμβουλευτείτε έναν επαγγελματία που μιλά άπταιστα τη νομική γλώσσα.
The translation of legal language must be precise to avoid misunderstandings.
Η φράση "legal language" προέρχεται από τη λατινική λέξη "legalis", που σημαίνει "νόμιμος". Ο όρος "language" προέρχεται από την λατινική λέξη "lingua", που σημαίνει "γλώσσα".
Συνώνυμα: - Νομική γλώσσα - Γλώσσα του δικαίου
Αντώνυμα: - Καθημερινή γλώσσα - Απλή γλώσσα