Leggy - επίθετο
/ˈlɛɡi/
Η λέξη leggy περιγράφει κάτι ή κάποιον που έχει μακριά ή επιμήκη πόδια. Στις περισσότερες περιπτώσεις, χρησιμοποιείται για να περιγράψει ζώα ή ανθρώπους που φαίνονται λεπτοί ή υψηλοί λόγω των μακριών ποδιών τους. Συχνά χρησιμοποιείται σε περιγραφές μοντέλων, χορευτών ή άλλων ατόμων της βιομηχανίας ψυχαγωγίας.
Είναι πιο συχνά απαντώμενη στον γραπτό λόγο, αν και μπορεί να χρησιμοποιηθεί και προφορικά.
The leggy model walked down the runway, catching everyone's attention.
Η ποδαράτη μοντέλα περπάτησε στη πασαρέλα, τραβώντας την προσοχή όλων.
She wore a leggy dress that accentuated her long legs.
Φ wore a μακρύ φόρεμα που αναδείκνυε τα μακριά της πόδια.
The leggy pony galloped around the field with grace.
Ο μακρύς πόνι κατέβηκε γύρω από το γήπεδο με χάρη.
Ο όρος leggy δεν είναι ιδιαίτερα συνδεδεμένος με πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο, μπορεί να συνδυαστεί με ορισμένες φράσεις:
She has a leggy appeal that makes her stand out in the crowd.
Έχει μια μακρύ γοητεία που την κάνει να ξεχωρίζει στο πλήθος.
The leggy athletes showed off their skills during the competition.
Οι ποδαράτοι αθλητές έδειξαν τις ικανότητές τους κατά τη διάρκεια του διαγωνισμού.
He feels more confident in his leggy jeans than in shorts.
Νιώθει πιο σίγουρος μέσα στα μακριά τζιν του παρά στα σόρτς.
Η λέξη leggy προέρχεται από την αγγλική λέξη leg (πόδι) με το επίθημα -y, που συνήθως προστίθεται σε ουσιαστικά για να υποδηλώσει την ποιότητα ή την κατάσταση της λέξης από την οποία προέρχεται.
Συνώνυμα: - Slender - Tall - Lanky
Αντώνυμα: - Short - Stocky - Stout