legitimate reason - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

legitimate reason (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Λέξη: legitimate
Μέρος του λόγου: Επίθετο
Λέξη: reason
Μέρος του λόγου: Ουσιαστικό

Φωνητική μεταγραφή

legitimate reason: /lɪˈdʒɪt.ɪmət ˈriː.zən/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Ο συνδυασμός "legitimate reason" αναφέρεται σε έναν λόγο που είναι αποδεκτός ή έγκυρος σύμφωνα με νόμους, κανόνες ή ηθικές αρχές. Χρησιμοποιείται όταν προσδιορίζεται ότι κάποια ενέργεια ή απόφαση έχει δικαιολογημένο υπόβαθρο.

Χρήση στη γλώσσα Αγγλικά

Ο όρος "legitimate reason" χρησιμοποιείται με μέτρια συχνότητα και συναντάται κυρίως σε γραπτό αλλά και προφορικό λόγο, κυρίως σε νομικά ή επαγγελματικά περιβάλλοντα.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. I need a legitimate reason to take a day off work.
    (Χρειάζομαι έναν νόμιμο λόγο για να ζητήσω άδεια από τη δουλειά.)

  2. The committee will only approve applications with a legitimate reason.
    (Η επιτροπή θα εγκρίνει μόνο τις αιτήσεις που έχουν έγκυρο λόγο.)

  3. He had a legitimate reason for being late to the meeting.
    (Είχε έναν έγκυρο λόγο για να καθυστερήσει στη συνάντηση.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Ο όρος "legitimate" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με την εγκυρότητα:

  1. Legitimate business
    (Νόμιμη επιχείρηση)
  2. Example: "She runs a legitimate business that adheres to all regulations."
    (Διαχειρίζεται μια νόμιμη επιχείρηση που τηρεί όλους τους κανονισμούς.)

  3. Legitimate concern
    (Θεμιτή ανησυχία)

  4. Example: "There are legitimate concerns about the impact of the decision on the community."
    (Υπάρχουν θεμιτές ανησυχίες σχετικά με τις επιπτώσεις της απόφασης στην κοινότητα.)

  5. Legitimate claim
    (Έγκυρη αξίωση)

  6. Example: "He filed a legitimate claim for damages after the accident."
    (Κατέθεσε μια έγκυρη αξίωση αποζημίωσης μετά το ατύχημα.)

  7. Legitimate expectations
    (Έγκυρες προσδοκίες)

  8. Example: "Employees have legitimate expectations of job security."
    (Οι υπάλληλοι έχουν έγκυρες προσδοκίες για ασφάλεια στην εργασία.)

  9. Legitimate interests
    (Νόμιμα συμφέροντα)

  10. Example: "The law protects legitimate interests of consumers."
    (Ο νόμος προστατεύει τα νόμιμα συμφέροντα των καταναλωτών.)

Ετυμολογία

Η λέξη "legitimate" προέρχεται από τη λατινική λέξη "legitimus", που σημαίνει "νόμιμος" ή "ιδανικός". Η λέξη "reason" προέρχεται από τη λατινική λέξη "ratio", που σημαίνει "λογική" ή "λόγος".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: valid reason, justifiable cause, lawful explanation
Αντώνυμα: illegitimate reason, unjustifiable excuse, false pretense



25-07-2024