Λέξη: legitimate
Μέρος του λόγου: Επίθετο
Λέξη: reason
Μέρος του λόγου: Ουσιαστικό
legitimate reason: /lɪˈdʒɪt.ɪmət ˈriː.zən/
Ο συνδυασμός "legitimate reason" αναφέρεται σε έναν λόγο που είναι αποδεκτός ή έγκυρος σύμφωνα με νόμους, κανόνες ή ηθικές αρχές. Χρησιμοποιείται όταν προσδιορίζεται ότι κάποια ενέργεια ή απόφαση έχει δικαιολογημένο υπόβαθρο.
Ο όρος "legitimate reason" χρησιμοποιείται με μέτρια συχνότητα και συναντάται κυρίως σε γραπτό αλλά και προφορικό λόγο, κυρίως σε νομικά ή επαγγελματικά περιβάλλοντα.
I need a legitimate reason to take a day off work.
(Χρειάζομαι έναν νόμιμο λόγο για να ζητήσω άδεια από τη δουλειά.)
The committee will only approve applications with a legitimate reason.
(Η επιτροπή θα εγκρίνει μόνο τις αιτήσεις που έχουν έγκυρο λόγο.)
He had a legitimate reason for being late to the meeting.
(Είχε έναν έγκυρο λόγο για να καθυστερήσει στη συνάντηση.)
Ο όρος "legitimate" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με την εγκυρότητα:
Example: "She runs a legitimate business that adheres to all regulations."
(Διαχειρίζεται μια νόμιμη επιχείρηση που τηρεί όλους τους κανονισμούς.)
Legitimate concern
(Θεμιτή ανησυχία)
Example: "There are legitimate concerns about the impact of the decision on the community."
(Υπάρχουν θεμιτές ανησυχίες σχετικά με τις επιπτώσεις της απόφασης στην κοινότητα.)
Legitimate claim
(Έγκυρη αξίωση)
Example: "He filed a legitimate claim for damages after the accident."
(Κατέθεσε μια έγκυρη αξίωση αποζημίωσης μετά το ατύχημα.)
Legitimate expectations
(Έγκυρες προσδοκίες)
Example: "Employees have legitimate expectations of job security."
(Οι υπάλληλοι έχουν έγκυρες προσδοκίες για ασφάλεια στην εργασία.)
Legitimate interests
(Νόμιμα συμφέροντα)
Η λέξη "legitimate" προέρχεται από τη λατινική λέξη "legitimus", που σημαίνει "νόμιμος" ή "ιδανικός". Η λέξη "reason" προέρχεται από τη λατινική λέξη "ratio", που σημαίνει "λογική" ή "λόγος".
Συνώνυμα: valid reason, justifiable cause, lawful explanation
Αντώνυμα: illegitimate reason, unjustifiable excuse, false pretense