Legwork είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: /ˈlɛɡˌwɜrk/
Η λέξη legwork αναφέρεται στις σωματικές ή φυσικές εργασίες που απαιτούνται για να συλλεχθούν πληροφορίες ή να επιτευχθούν κάποια αποτελέσματα, κυρίως μέσω περιπάτου ή άλλων μορφών μετακίνησης. Συνήθως, χρησιμοποιείται για να περιγράψει την έρευνα που γίνεται στον "χώρο", επενδύοντας χρόνο και προσπάθεια.
Η χρήση της είναι πιο κοινή στο γραπτό πλαίσιο, αν και μπορεί να χρησιμοποιηθεί και στον προφορικό λόγο, ιδιαίτερα σε επαγγελματικά ή ακαδημαϊκά περιβάλλοντα.
I had to do a lot of legwork to find the right location for our event.
Έπρεπε να κάνω πολλή υποστηρικτική εργασία για να βρω τη σωστή τοποθεσία για το γεγονός μας.
The detective's legwork eventually led to the suspect's capture.
Η σωματική εργασία του ντετέκτιβ τελικά οδήγησε στη σύλληψη του υπόπτου.
She invested a lot of legwork into researching potential clients.
Επένδυσε πολλή σωματική εργασία στην έρευνα πιθανών πελατών.
Η λέξη legwork χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
All the legwork paid off in the end.
Όλη η υποστηρικτική εργασία απέδωσε στο τέλος.
He doesn't mind doing the legwork if it means getting a good result.
Δεν τον πειράζει να κάνει την σωματική εργασία αν αυτό σημαίνει ότι θα έχει καλό αποτέλεσμα.
After all the legwork we did, we finally secured the deal.
Μετά από όλη την υποστηρικτική εργασία που κάναμε, τελικά εξασφαλίσαμε τη συμφωνία.
Legwork is essential for successful project management.
Η σωματική εργασία είναι απαραίτητη για την επιτυχή διαχείριση έργων.
He’s great at legwork but needs help with the paperwork.
Είναι καταπληκτικός στη σωματική εργασία αλλά χρειάζεται βοήθεια με την γραφειοκρατία.
Η λέξη legwork προέρχεται από τη σύνθεση των λέξεων "leg" (πόδι) και "work" (εργασία), που δηλώνει κυριολεκτικά εργασία που απαιτεί σωματική κίνηση.
Συνώνυμα: - Physical labor - Footwork - Fieldwork
Αντώνυμα: - Desk work - Administrative tasks - Office duties