Το "lemmata" είναι ουσιαστικό (plural noun).
/ˈlɛm.ə.tə/
Η λέξη "lemmata" είναι ο πληθυντικός του "lemma" και αναφέρεται σε μια απλή μορφή λέξης, όπως τη βάση από την οποία μπορεί να παραχθούν άλλες κλίσεις ή μορφές. Χρησιμοποιείται συχνά στη γλωσσολογία, τη μαθηματική λογική και την εκπαίδευση, για να αναφερθεί στις λέξεις που είναι καταχωρημένες σε λεξικά ή άλλες γλωσσικές αναφορές. Η συχνότητα χρήσης της είναι πιο κοινή σε γραπτά κείμενα, κυρίως σε επιστημονικά και ακαδημαϊκά περιβάλλοντα παρά σε προφορική χρήση.
Το λεξικό περιλαμβάνει αρκετά λήμματα από διάφορες γλώσσες.
Researchers often analyze lemmata to study language patterns.
Οι ερευνητές συχνά αναλύουν τα λήμματα για να μελετήσουν τα γλωσσικά μοτίβα.
Each lemma in the glossary has a corresponding definition.
Η λέξη "lemma" δεν περιλαμβάνεται συνήθως σε πολλές ιδιωματικές φράσεις όπως άλλες λέξεις, αλλά είναι σημαντική στον ακαδημαϊκό και επιστημονικό λόγο. Ωστόσο, μπορούμε να συσχετίσουμε την έννοια του λήμματος με κάποιες ακαδημαϊκές φράσεις:
"Το λήμμα χρησιμεύει ως θεμέλιο για το θεώρημα."
"In semantic analysis, lemmata are crucial for understanding meaning."
"Στην σημασιολογική ανάλυση, τα λήμματα είναι κρίσιμα για την κατανόηση του νοήματος."
"The lemma identification process is fundamental in natural language processing."
Η λέξη "lemma" προέρχεται από τα Ελληνικά "λήμμα", που σημαίνει "το οποίο λαμβάνεται" ή "παρμένο". Χρησιμοποιείται από την αρχαιότητα στην ακαδημαϊκή και φιλοσοφική γλώσσα.
Συνώνυμα: - Βασική μορφή (base form) - Λόγος (term)
Αντώνυμα: - Παθητική φόρμα (inflected form) - Υποκείμενο (substantive)
Υπάρχουν επίσης πολλές χρήσεις που σχετίζονται με την γλωσσολογία και την έρευνα, όπου η λέξη "lemma" παίζει σημαντικό ρόλο στην οργάνωση και την κατηγοριοποίηση γλωσσικών δεδομένων.